Εκκλησία της Αλβανίας: Ιστορική – Πνευματική Παράδοση και Τέχνη
– από τους αποστολικούς χρόνους έως σήμερα.

από τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, κ. Αναστασίου Γιαννουλάτου 

Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας, αναπτυγμένη κατά μήκος του βορείου τμήματος του Ιoνίου και του νοτίου της Αδριατικής και εκτεινόμενη στο εσωτερικό γύρω από το δυτικό τμήμα του άξονος της Εγνατίας, μετείχε άμεσα στις πολιτικές και πνευματικές ζυμώσεις των τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών, ρωμαϊκής, βυζαντινής, οθωμανικής. Συγχρόνως έγινε στόχος βαρβαρικών επιθέσεων και λεηλασιών από διαφόρους λαούς (Ούννους, Γότθους, Νορμανδούς, Σέρβους, Βούλγαρους, Ενετούς κ.ά.), οι οποίοι επιζητούσαν να εισδύσουν στο έδαφός της. Τα βασικότερα μητροπολιτικά κέντρα είχαν πάντοτε πολυεθνική σύνθεση, με παρουσία του ελληνικού, ιλλυρικού, ρωμαϊκού στοιχείου αλλά και με διάφορα άλλα κατάλοιπα των κατά καιρούς επιδρομέων. 

   Λαμβάνοντας ως βάση την εκκλησιαστική υπαγωγή των επαρχιών της συγχρόνου Αλβανίας, διακρίνουμε τις εξής περιόδους: 

   α) αποστολικοί χρόνοι έως το 731 –στην αυτοδιοίκητη Εκκλησία του ανατολικού Ιλλυρικού, υπό το ρωμαϊκό βικαριάτο Θεσσαλονίκης,
   β) 731 ως τις αρχές IA’ αιώνα –υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
   γ) αρχές IA’ αιώνα έως το 1767 –οι περισσότερες επισκοπές υπό την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδος,
   δ) 1767-1937 –υπό το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,
   ε) 1937 έως σήμερα –αυτοκέφαλη.

 

Από τους αποστολικούς χρόνους έως το 731.

 

   Ο απόστολος Παύλος γράφοντας από την Κόρινθο προς τους Ρωμαίους (55-57 μ.Χ.) σημειώνει ότι έδρασε με θείο ζήλο, «…στε με π ερουσαλμ κα κύκλ μέχρι το λλυρικο πεπληρωκέναι τ εαγγέλιον το Χριστο» (Ρωμ. 15, 18-19). Το «μέχρι Ιλλυρικού» δηλώνει μάλλον ότι περιλαμβάνεται και το Ιλλυρικό, το οποίο τον Α’ μ.Χ. αιώνα, ήταν επαρχία της Μακεδονίας.
   Στο φως του επόμενου στίχου, «οτω δ φιλοτιμούμενον εαγγελίζεσθαι οχ που νομάσθη Χριστός, να μ π᾿ λλότριον θεμέλιον οκοδομ», δικαιούμεθα να υποθέσουμε ότι ο απόστολος Παύλος, προσωπικώς ή μέσω στενών συνεργατών του, πρωτοφύτευσε τον σπόρο του Ευαγγελίου και στην γεωγραφική περιοχή που μας απασχολεί.
Ο Άγιος Άστιος

Ιερομάρτυς, Επίσκοπος Δυρραχίου,
Σημερινή ικόνα στο
I. Ναό του Ευαγγελισμού, Τίρανα.

   Η παρουσία του στην Νικόπολη, λίγο νοτιότερα της σημερινής Αλβανίας, είναι αναντίρρητη (Τιτ. 3,12), όπως επίσης η αποστολική δράση του στενού συνεργάτη του Τίτου στην λίγο βορειότερα εκτεινόμενη Δαλματία (Β’ Τιμ. 4,10).

   Αρχαία παράδοση δέχεται ως απόστολο της περιοχής τον Καίσαρα ή Καισάριο, έναν από τους 70 αποστόλους, ενώ άλλη, συμβιβάζοντας τα δύο, θεωρεί ότι ο Παύλος εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο Δυρραχίου τον Καίσαρα.
   Σαφέστερη μαρτυρία περί παρουσίας εκκλησιαστικής κοινότητας στο Δυρράχιο προσφέρει το μαρτύριο του επισκόπου Αστείου ή Αστίου το 98 μ. Χ. Στο ορθόδοξο μηνολόγιο αναφέρεται «τη, έκτη, Ιουλίου ο Άγιος Άστειος, επίσκοπος Δυρραχίου, μέλιτη χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος επί σταυρού τελειούται». Την επομένη (7 Ιουλίου) εορτάζεται η μνήμη των αγίων Περεγρίνου και των συν αυτώ, Λουκιανού, Πομπηίου, Ησυχίου, Παπίου, Σατορνίνου και Γερμανού, λατινικής καταγωγής, τους οποίους ο ηγεμόνας Δυρραχίου Αγρικόλαος έπνιξε στη θάλασσα.
   Το Δυρράχιο, η αρχαία αποικία των Κερκυραίων Επίδαμνος, υπήρξε βασικός λιμένας της Αδριατικής, πύλη από την οποία οι Ρωμαίοι εισήρχοντο στη Βαλκανική και δια της Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Στον κόμβο αυτό ήταν φυσικό να αναπτυχθεί από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μια κοσμοπολίτικη Εκκλησία, η οποία ταλαιπωρήθηκε μεν επανειλημμένως από διάφορες επιδρομές, σεισμούς, πυρκαϊές, αλλά πάντοτε ανανεώνετο και αναδιοργανώνετο.
   Επι του Διοκλητιανού (284-305) η βόρεια περιοχή της σημερινής Αλβανίας, με κέντρο τη Σκόδρα, αποτέλεσε τμήμα της επαρχίας Πραευαλιτάνα (Praevalitana)·η κεντρική μέχρη τον Αώο ποταμό, με έδρα το Δυρράχιο, την επαρχία Νέα Ήπειρο (Epirus Nova) και η περιοχή από τον Αώο μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο την Παλαιά Ήπειρο (Epirus Vetus). Όταν μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α’ (395) χωρίσθηκε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε ανατολική και δυτική, η σημερινή Αλβανία υπήχθη στις ανατολικές επαρχίες. Μέχρι το Μ. Κωνσταντίνο, η περιοχή εξηρτάτο πολιτικώς και εκκλησιαστικώς από την Ρώμη. Κατόπιν, πολιτικώς μόνο άνηκε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ εκκλησιαστικώς μέχρι το 731 παρέμεινε το παλαιό καθεστώς.
Παλαιοχριστιανικός Ναός
Βουθρωτό, Αγίων Σάραντα.

   Ολόκληρο το ανατολικό Ιλλυρικό αποτελούσε αυτοδιοίκητη εκκλησία υπό την ανώτατη εποπτεία της Ρώμης μέσω του Βικαριάτου Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των 9 επισκόπων του ο μητροπολίτης Δυρραχίου κατείχε την 5η τάξη.

   Στον «Συνέκδημο του Ιεροκλέους» (ΣΤ’ αι.) αναφέρονται πόλεις που σήμερα ανήκουν γεωγραφικώς στην Αλβανία. Νέας Ηπείρου: Δυρράχιον, Σκάμπα (Ελμπασάν), Απολλωνία, Βούλλις, Αμαντία, Πουλχεριόπολις (Βεράτιο), Αυλών, Λίστρων (ή Λιστρών) και Σκιπών. Παλαιάς Ηπείρου: Εύροια, Φοινίκη, Αδριανούπολις, Αγχιασμός, Βουθρωτόν. (Τα ονόματα πόλεων και επισκοπών μνημονεύονται στις διάφορες πηγές με διάφορες παραλλαγές). Νοτιότερα υπήρχε (από 429) η επισκοπή Δρυïνουπόλεως με πρώτη έδρα κάπου κοντά στην Κορίτσα της Δροπόλεως και αργότερα στην Επισκοπή (558).
   Λόγο των πολιτικών και πολεμικών περιπετειών της περιοχής οι επισκοπικές έδρες συχνά μεταφέροντο. Όταν π.χ. οι επισκοπές Αγχιάσμου και Φοινίκης κατεστράφησαν από την επιδρομή των Γότθων του Τωτίλα (552) η έδρα της επισκοπής Αγχιάσμου μετεφέρθη στη Χειμάρρα και της Φοινίκης προσωρινά στη μονή Μεσοποτάμου, και μετά στο Δέλβινο· η Εύροια αρχικά στη μονή Σωρωνιάς και αργότερα συνεπτύχθη με την επισκοπή Βουθρωτού.
   Οι ιστορικές πληροφορίες για την περίοδο αυτή είναι πολύπεριορισμένες. Συμπληρωματικές μαρτυρίες προσφέρουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και, ως πολύτιμες ψηφίδες, ορισμένα ονόματα αγίων και επισκόπων. Αυτά όμως δεν αρκούν για την ανασύνθεση του μωσαϊκού της τοπικής εκκλησιαστικής ιστορίας.
   Χριστιανικοί τάφοι που βρέθηκαν σε στοά έξω από τα τείχη του Βουθρωτού (πιθανόν Β’ αι.) είναι το παλαιότερο στοιχείο παρουσίας χριστιανικής κοινότητος στο χώρο της σημερινής Αλβανίας.

  

Χριστόγραμμα
Παλαιοχριστιανική περίοδο

Παλαιοχριστιανικές βασιλικές ανακαλύφθηκαν σε διάφορες περιοχές (βλ. Tέχνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας). Οι βασιλικές αυτές, κυρίως Ε’ – ΣΤ’ αι., δηλώνουν με τις διαστάσεις τους ότι εξυπηρετούσαν πολυπληθείς χριστιανικές κοινότητες και αποτελούν σοβαρές μαρτυρίες περί ακμής του Χριστιανισμού στα μέρη αυτά.

   Την περιοχή μας πότισαν με το αίμα τους οι άγιοι: Ελευθέριος, «επίσκοπος Αυλώνος και Ιλλυρικού» και η μητέρα του Ανθία (+120), Δονάτος και Θερίνος (+250 στο Βουθρωτό), Δάναξ (Γ’ αι.), Ίσαυρος, Βασίλειος, Ιννοκέντιος, Φήλιξ, Ερμείας, Περεγρίνος, (στην Απολλωνία, Γ’ αι.), Τρύφων (+313, από Σεκίστα Βερατίου), Δονάτος επίσκοπος Ευροίας (+387) κ.ά.
   Από τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων, γίνονται γνωστοί μερικοί επίσκοποι. Οι: Δυρραχίου Ευχάριος και Φήλιξ «επίσκοπος πόλεων Απολλωνίας και Βελίδος», που έλαβαν μέρος στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431)·Λουκάς Δυρραχίου, Ευσέβιος «Απολλωνίας της Νέας Ηπείρου», «Εχινέου Πέτρος» στη σειρά των επισκόπων της Νέας Ηπείρου, Πελεγρίνου Φοινίκης, Κλαύδιος ή Κλαδέος Αγχιάσμου, που συμμετείχαν στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (451). Συσσίνιος Δυρραχίου, που μετείχε στην εν Τρούλλω Σύνοδο (691/2).
   Επίσης μνημονεύονται σε άλλες ευκαιρίες οι επίσκοποι: Υπάτιος (516) (Τοπική Σύνοδος που έγινε στην Ήπειρο)· Ευτύχιος ή Ευστόχιος (449451) και Κωνσταντίνος (523529)· Βαλλεριανός, επίσκοπος Φοινίκης επί αυτοκράτορος Λεοντίου· Φίλιππος (516), Ευστάθιος (586).

Από το 731 έως τις αρχές του ΙΑ’ αιώνα.

 

Ι. Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Κτίσθηκε τον Ι’ αι.
στα ερείπια ναού του ΣΤ’ αι.
Άνω Λάμποβο, Αργυρόκαστρο.

   Η δεύτερη περίοδος (731 έως αρχές ΙΑ’ αι.) αρχίζει με την προσάρτηση του ανατολικού Ιλλυρικού από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και φθάνει μέχρι την υπαγωγή πολλών επισκοπών της σύγχρονης Αλβανίας στην Αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Οι κραδασμοί στον χώρο τούτο ήσαν συνεχείς και ο χριστιανικός πληθυσμός αντιμετώπισε μεγάλες δοκιμασίες. Σημαντικότερη υπήρξε η κατάληψη του Δυρραχίου το 896 από τους Βουλγάρους. Μετά από σκληρούς αγώνες ο Βασίλειος Β’ πέτυχε (1014-1018) να επιβάλει την βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή.

   Οι ιστορικές πληροφορίες για την εκκλησιαστική ζωή της περιόδου αυτής είναι εξίσου πενιχρές. Οι σταθερότερες μαρτυρίες παραμένουν τα τεκμηριωμένα ονόματα επισκοπών και επισκόπων.
   Στο «Τακτικό» του Λέοντος Γ’ (733), όπως διασώζεται στον «Παρισινό Κώδικα», η επαρχία Ιλλυρικού κατέχει στην τάξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 15η θέση με μητρόπολη το Δυρράχιο, όπου υπάγονται 8 επισκοπές: Θάμνης, Σκάμπης, Λυκνίδου, Αμανθείας, Βύλης, Ατράδου, Αυλωνείας και Ακροκεραυνίας.

  

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμιρ

Αργότερα κατά το «εκκλησιαστικό Συνταγμάτιο», του αυτοκράτορος Λέοντος του Σοφού, (αρχές Ι’ αι.) ο μητροπολίτης Δυρραχίου τοποθετείται στην 43η θέση (προ του Σμύρνης), με 15 επισκόπους στη δικαιοδοσία του: Στεφανιακών, Χο(υ)νουβίας, Κρώων (ή Κροών), Ελισσού, Διοκλείας, Σκοδρών, Δρυβάστου, Πoλάθων, Γλαβενίτζας ή Ακροκεραυνείας, Αυλωνείας, Λυκινίδων, Αντιβάρεως, Τζερινίκου, Πουλχεριοπόλεως και Γραδιτζίου.

   Η παράθεση των ονομάτων υποδηλώνει αναπτυγμένη εκκλησιαστική οργάνωση. Ακόμη δείχνει ότι δημιουργούνται νέες επισκοπές και ότι από τις παλαιές άλλες παραμένουν σταθερές, έστω και αν άλλαξε η κατάταξή τους, ενώ άλλες εμφανίζονται με άλλες ονομασίες.
   Ως μητροπολίτες Δυρραχίου της περιόδου αυτής μνημονεύονται οι: Νικηφόρος, εμφανιζόμενος στα πρακτικά της εν Νικαία Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου· και Λουκιανός, υπογράφων τα πρακτικά της επί Φωτίου μεγάλης Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη 879. Σώζονται επίσης ονόματα ιεραρχών της επισκοπής Δρυϊνουπόλεως, μεταξύ των οποίων ο Κοσμάς (754-787), που αντιπροσώπευσε την Ήπειρο στην Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο Βασίλειος Α΄ (822).

   Το Ι’ αι. ή αρχές ΙΑ’ αι. έδρασε, και μαρτύρησε κοντά στο Ελμπασάν, ο Άγιος Ιωάννης ο Βλαδίμηρος, του οποίου τα άγια λείψανα διατηρήθηκαν στο ομώνυμο μοναστήρι.

Από τις αρχές του 11ου αι. έως το 1767.

 

     Σ’αυτήν την περίοδο διακρίνονται δύο χρονικές φάσεις με διαχωριστική γραμμή την οθωμανική κατάκτηση.
   Για την συγκρότηση της αρχιεπισκοπής Αχρίδος (1018) –μετά την κατάλυση του βουλγαρικού κράτος του Σαμουήλ– ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ εξέδωσε τρία σιγίλια, παραχωρώντας σ’αυτήν συνολικώς 32 εκκλησιαστικές επαρχίες. Έτσι δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη ανεξάρτητη αρχιεπισκοπή, στην οποία υπήχθησαν από τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας οι επισκοπές: Γλαβενίτζας-Ακροκεραυνείας, Βελεγράδων-Πουλχεριοπόλεως, Τζερινίκου, Αδριανουπόλεως και Βουθρωτού.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης

Τοιχογραφεία του ΙΗ’ αι.,
έργο των εικονογράφων
Κωνστ. και Αθάνασίου Ζωγράφου.
Στο καθολικό της Ι. Μ. Θεοτόκου,

Αρντενίτσα, Λούσνια

 Η μητρόπολη Δυρραχίου τους ΙΑ’ – ΙΓ’ αι. εξακολουθεί να υπάγεται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μεταξύ των αρχιερέων που τη διεποίμαναν διακρίνονται οι: Λαυρέντιος (1025), Κωνσταντίνος Καβάσιλας (1180), Ρωμανός (1240). Η τελευταία μνεία μητροπολίτου Δυρραχίου υπό τον Κωνσταντινουπόλεως είναι το 1280· έκτοτε εμφανίζεται υπό τον Αχρίδος. Πως περίελθε στη δικαιοδοσία του δεν είναι σαφές.

    Από το Δυρράχιο κατήγετο ο μεγάλος βυζαντινός μουσικός Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης (ΙΒ’ αι. ή κατ’ άλλους ΙΔ’ αι.), ο οποίος έζησε στο Άγιον Όρος. Στον Άθω επίσης ασκήτευσαν (ΙΔ’ αι.) οι Άγιοι Νήφων από το Λούκοβο Χειμάρας και Νείλος Εριχιώτης από τα Κάνινα.
   Μετά τον διαμελισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Λατίνους (1204), η περιοχή της Ηπείρου (Νέας και Παλαιάς) επηρεάσθηκε από τα επεκτατικά σχέδια των Ανδεγαυών βασιλέων της Νεαπόλεως και τα εμπορικά της Βενετίας.
   Με την ανάπτυξη του δεσποτάτου της Ηπείρου (1267-1479) πολλές επισκοπές ευρισκόμενες στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας βρέθηκαν σε εναλλασσόμενες επιρροές –που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν στο παρόν συνοπτικό ιστορικό διάγραμμα.
   Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από τα τέλη του ΙΑ’ αι. ενέτεινε την προσπάθεια να επεκτείνει την επιρροή της νοτιότερα (δημιουργία επισκοπών Κρόϊας, Αντιβάρεως, Σκόδρας κ.ά.).
   Ιδιαίτερα από τον ΙΓ’ αι, μετά την Λατινοκρατία, (1204-1474) η βόρεια ζώνη της σημερινής Αλβανίας επηρεάσθηκε εντονότερα από το Ρωμαιοκαθολικισμό. Το 1273, μετά τον θάνατο του ορθοδόξου μητροπολίτη Δυρραχίου, σε κάποιο σεισμό, εγκαταστάθηκε στην πόλη ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος.
  Η επιδρομή των Σέρβων (ΙΔ’ αι.) προκάλεσε ερήμωση σε πολλές επαρχίες. Συγχρόνως αλβανικές οικογένειες (Θoπία, Μπάλσα, Σπάτα, Μουζάκι) δημιουργούν μικρές ηγεμονίες.
   Το 1335 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο νεότερος εκστρατεύει από την Κωνσταντινούπολη και μέσω Θεσσαλονίκης φθάνει στο Δυρράχιο επιβάλλοντας την βυζαντινή κυριαρχία στους επαναστατημένους υπηκόους του.
   Οι ισχυροί τοπικοί ηγεμόνες της οικογένειας Θοπία παραδίδουν το Δυρράχιο στους Ενετούς που θα το ελέγχουν από το 1392 έως το 1501.
   Στο τέλος της πρώτης φάσεως λάμπει η ηρωική μορφή του Γεωργίου Καστριώτη Σκεντέρμπεη, ο οποίος με τους αγώνες του (1451-1468) γίνεται σύμβολο της τελευταίας χριστιανικής αντιστάσεως κατά των Οθωμανών.
   Τελικά και το Δυρράχιο πέφτει το 1501 στα χέρια των Τούρκων και ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση.
   Κατά τη διάρκεια της υπαγωγής της στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος η επαρχία Δυρραχίου φέρεται άλλοτε υπό έναν μητροπολίτη με τον τίτλο «Δυρραχίου και Γκόρα-Μόκρας», άλλοτε διακρίνεται σε μητρόπολη «Δυρραχίου» και επισκοπή «Γκόρα-Μόκρας».
  Γνωστά ονόματα μητροπολιτών Δυρραχίου αυτής της περιόδου είναι οι: Δανιήλ (1693), μετέπειτα Κοριτσάς (1694)· Κοσμάς (1694), «μητροπολίτης Δυρραχίου και Δαλμάτων»· Νεόφυτος (1760)· Γρηγόριος (1767).
   Για τον χρόνο ιδρύσεως της μητροπόλεως Βελεγράδων δεν έχουμε μαρτυρίες. Η ονομασία Βελέγραδα απαντά στις αρχές του ΙΔ’ αι. Η πόλη που ονομάσθηκε και Βεράτιο κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1επί Μουράτ.

  

Το καθολικό

της Ι. Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου,
σταυροειδής τρουλαίος ναός του 13 ου αιώνα.

Απολλωνία, Φίερ.

Μνημονεύονται 20 ονόματα αρχιερέων από τους οποίους γνωστότεροι είναι οι: Ιγνάτιος (1691-1693), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αχριδών, και Ιωάσαφ Α’ (1752-1760 και 1765-1801), επί των ημερών του η επαρχία Βελεγράδων επανήλθε υπό τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως.

   Η περιφέρεια της Κορυτσάς, προτού ακόμη κτισθεί η πόλη (1490), ανήκε στη μητρόπολη Καστοριάς, η οποία είχε επίσης υπαχθεί στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
   Η μητρόπολη Κορυτσάς συνεστήθη στις αρχές του ΙΖ’ αι. ενσωματώνοντας τις επισκοπές Κολωνίας, Δεβόλης και Σελασφόρου (Σβέσδας).
   Ο πρώτος γνωστός επίσκοπος Κορυτσάς (1624 και 1628) είναι ο Νεόφυτος· το 1670 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Παρθένιος, ο εκ Κορυτσάς, ανύψωσε την πατρίδα του σε μητροπολιτική έδρα με τίτλο, Κορυτσάς, Σελασφόρου και Μοσχοπόλεως.
      Οι νότιες περιοχές εξακολούθησαν να υπάγονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
  Από τους 18 γνωστούς επισκόπους Δελβίνου παλαιότερος είναι ο Μανασσής (1270), διακρίνονται δε οι: Σωφρόνιος (1540), σπουδαίος λόγιος· Ζαχαρίας (1670-1682), ελεήμων και ακαταπόνητος κήρυκας· Μανασσής (1682-1695), ιδρυτής σχολείων στα χωριά της επαρχίας του, πρόδρομος σε αυτό του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
   Οι μαρτυρίες για την επισκοπή Δρυϊνουπόλεως (ΙΑ’ – ΙΗ’ αι.) είναι περισσότερες. Από τα γνωστά 41 ονόματα επισκόπων της διακρίνονται οι: Σοφιανός (1672-1700), ηρωικός αγωνιστής για την αναχαίτιση των εξισλαμισμών· Μητροφάνης (1752-1760), μορφωμένος και «μουσικολογιώτατος», και Δοσίθεος (1760-1799), ο οποίος φρόντισε να ανεγερθούν περίπου 70 ναοί.
   Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας το σοβαρότερο πρόβλημα για την Εκκλησία δημιουργούν οι συνεχείς ομαδικοί εξισλαμισμοί. Περισσότερο επηρεάζονται οι αλβανικοί πληθυσμοί –εκτός των άλλων και λόγω ελλείψεως χριστιανικής φιλολογίας στην μητρική τους γλώσσα.
     Συγχρόνως, στην παραθαλάσσια περιοχή της Χειμάρας δρουν διάφορες ρωμαιοκαθολικές προπαγανδιστικές αποστολές.
   Για την στήριξη των ορθοδόξων, σε πολλές περιοχές από το ΙΖ’ αι., ανεγείρονται νέες μονές που εξελίσσονται σε κέντρα ορθοδόξου αντιστάσεως, πνευματικής καλλιεργείας, εκπαιδεύσεως και κοινωφελούς δράσεως· π.χ. οι μονές Ραβενίων, Πέπελης, Ντρυάνου, Τσέπου, Πολύτσανης, Τσάτιστας, Κάμενας, Λεσινίτσας, Κακομιάς, Παλάσας, Χειμάρρας, Δρυμάδων, Κυπαρού, Χορμόβου, Κόδρας, Αρδευούσης (Αρδενίτσας), Απολλωνίας, Ιωάννου Προδρόμου Μοσχοπόλεως κ.ο.
   Παράλληλα πολλοί κληρικοί εργάσθηκαν ενθουσιωδώς για την ενίσχυση του ορθοδόξου πληθυσμού. Διακρίθηκε ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος από την Μοσχόπολη. Έδρασε μεταξύ 1710-1730 στις περιοχές Βερατίου και Σπαθίας. Διωγμένος, κατέφυγε στην Ιταλία, όπου εξέδωσε το βιβλίο του «Η Πίστης», προσπαθώντας να αποτρέψει τους Ορθοδόξους από τον εξισλαμισμό.
   Σε πολλά μέρη της νοτίου Αλβανίας η αντίσταση ενισχύεται με την ανέγερση ναών και την οργάνωση σχολείων.
Η Μοσχόπολις
γκραβούρα 1742.

   Από τα σημαντικότερα ορθόδοξα κέντρα υπήρξε η Μοσχόπολη, κτισμένη σε δυσπρόσιτο οροπέδιο. Τον ΙΗ’ αι. είχε περίπου 60.000 κατοίκους και γνώρισε εκπληκτική οικονομική και πνευματική άνθηση. Μεγάλη φήμη απέκτησαν η «Νέα Ακαδημία» (1744), η βιβλιοθήκη και το τυπογραφείο της. Την πόλη κοσμούσαν 20 ναοί. Μέχρι το 1670 η Μοσχόπολη υπήγετο απ’ευθείας στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος· κατόπιν ενετάχθη στην μητρόπολη Κορυτσάς. Μετά την λεηλασία που υπέστη (1771) επειδή είχε λάβει μέρος στα ορλωφικά, άρχισε η παρακμή της, που ολοκληρώθηκε το 1916 όταν πυρπολήθηκε από άτακτα σώματα.

   Για να αποφύγουν τον βίαιο εξισλαμισμό και συγχρόνως να κρατήσουν την ταυτότητα της καταγωγής τους, σε πολλά σημεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας ομάδες υποδούλων προτίμησαν να γίνουν «κρυπτοχριστιανοί». Στην κοινωνική τους ζωή ενεφανίζοντο με ονόματα και εξωτερική συμπεριφορά μουσουλμάνων, στο οικογενειακό όμως βίο διατηρούσαν τις ορθόδοξες παραδόσεις τους. Στην Αλβανία η πιο τυπική περίπτωση κρυπτοχριστιανισμού είναι των Τόσκηδων της Σπαθίας, ορεινής περιοχής νοτίως του Ελμπασάν. Το φαινόμενο αυτό διήρκεσε από το τέλος του ΙΖ’ αι. ως το τέλος του ΙΘ αι.
   Δεν έλειψαν και οι νεομάρτυρες από την περιοχή: ο οσιομάρτυς Νικόδημος (1722, αναφέρεται από το Ελμπασάν, αλλά είναι από το Βιθυκούκι και μαρτύρησε στο Βεράτιο), και Χρήστος ο Κηπουρός ή Αρβανίτης από τα μέρη του ποταμού Γενούσου (1748, στη Κωνσταντινούπολη).

 

Από το 1767 έως το 1937.

 

   Η τέταρτη περίοδος (1767-1937) εκτείνεται από την κατάργηση του αυτοκεφάλου της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος μέχρι την κανονική χορήγηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Αλβανίας. Καθοριστικό διαχωριστικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι η δημιουργία του αλβανικού κράτους (1912).
   α) Στην περίοδο αυτή οι μητροπόλεις και επισκοπές αναδιοργανώνονται, νέοι ναοί κτίζονται και κατά διαστήματα γίνονται συστηματικές προσπάθειες για την πνευματική αφύπνιση των ορθοδόξων.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτολός

(του Κολικόντασι)
Τοιχογραφία του ΙΗ’ αι.,

λίγο μετά το μαρτύριό του.

Η μεγαλύτερη μορφή της εποχής αυτής υπήρξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος έδρασε και στα μέρη αυτά (1775-1779), επιστεγάζοντας την ιστορική ιεραποστολική του δράση με το μαρτύριο, το 1779 στο Βεράτιο.

   Ύστερα από 30 χρόνια, άλλος άγιος «από της Αρβανιτιάς τα μέρη», πιθανώς από την Σπαθία, ο Νικήτας ο Αρβανίτης, κήρυξε τον Χριστό και μαρτύρησε στην περιοχή Σερρών και Δράμας (1809).
   Κατά τους ΙΗ’ – ΙΘ’ αι. έγιναν σοβαρές προσπάθειες για την μετάφραση της Αγίας Γραφής στην αλβανική. Πρώτος αναφέρεται ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης (μετέπειτα μητροπολίτης Δυρραχίου), που μετέφρασε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, με αλβανικούς χαρακτήρες δικής του εμπνεύσεως. Δυστυχώς η μετάφραση αυτή χάθηκε.
   Τον ΙΘ’ αι. ο Γρηγόριος Αργυροκαστρίτης (επίσκοπος Ευβοίας) δημοσίευσε μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην αλβανική με ελληνικούς χαρακτήρες.
   Αργότερα είδαν το φως οι μεταφράσεις του Κωνσταντίνου Χριστοφορίδη στη γκεγκική (1869) και στην τοσκική (1879), αρχικά επίσης με ελληνικούς χαρακτήρες.
    Διακεκριμένοι αρχιερείς της περιόδου αυτής υπήρξαν οι μητροπολίτες Δυρραχίου: Γρηγόριος Κωνσταντινίδης ο Μοσχοπολίτης (1767-1772) και Χρύσανθος ο εκ Μαδύτων (1821-1823), από τους εφευρέτες της νέας μεθόδου εκκλισιαστικής μουσικής· οι μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως: Δοσίθεος (1760-1799)· Γαβριήλ ο Σίφνιος (1799-1827)· Ιωακείμ ο Χίος (1828-1835), ο οποίος ανήλθε 2 φορές στον οικουμενικό θρόνο (1860-1863 και 1873-1878)· και οι Βελεγράδων: Ιωασάφ Β΄ (1802-1855) και Άνθιμος Αλεξούδης (1855-1887).
    β) Από τη δημιουργία του αλβανικού κράτους (1912) αρχίζει μια νέα φάση για την ορθόδοξο εκκλησία. Με την απόκτηση πολιτικής ανεξαρτησίας ετέθη επίμονα το αίτημα ανεξαρτοποιήσεως όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων από κέντρα που ευρίσκοντο σε άλλα κράτη.
     Αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε η αλβανική διασπορά Αμερικής και Ευρώπης με τους διαφόρους συλλόγους της, όπως η οργάνωση Drita (Φως) που ιδρύθηκε το 1886 στο Βουκουρέστι.
   Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η δράση του Φάν Νόλι (Θεοφάνη Στυλιανού Νόλι ή Μαυρομάτη), ο οποίος μετέφρασε πολλά εκκλησιαστικά κείμενα στην αλβανική επιμένοντας να εισαχθούν στην λατρεία, κατέλαβε δε ηγετικές θέσεις, αρχικά στην Εκκλησία (μητροπολίτης Δυρραχίου) και στη συνέχεια στην αλβανική πολιτεία (υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός, 1924).
     Η πρώτη ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας έγινε από το Συνέδριο του Βερατίου στις 10-12.9.1922. Τις αποφάσεις του ανεγνώρισε η αλβανική κυβέρνηση, η οποία άλλωστε το είχε υποκινήσει. Διορίσθηκε Ανώτατο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο που ανέλαβε προσωρινώς τη διοίκηση της Εκκλησίας.
   Το Φεβρουάριο 1929 συνεκροτήθη Ιερά Συνοδός αποτελουμένη από τους: Βησσαρίωνα (Τζουβάνη) (που είχε χειροτονηθεί επίσκοπος στη Σερβία το 1925) ως Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας και τοποτηρητή της μητροπόλεως Κορυτσάς, Αγαθάγγελο (Τσάμτσε) Βελεγράδων, Αμβρόσιο (Ικονόμου) Δρυϊνουπόλεως και Ευθύμιο (Κοστέυα) Βοηθό του Αρχιεπισκόπου. Στις 29.6.1929, στο Β΄Κληρικολαϊκό Συνέδριο που συνεκλήθη στην Κορυτσά, ψηφίσθηκε το «Καταστατικό της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησία της Αλβανίας».
   Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνήθηκε να δεχθεί τις αντικανονικές αυτές ενέργειες, αλλά δήλωσε προθυμία να χορηγήσει αυτοδιoίκηση με παράλληλη χρήση της αλβανικής στη λατρεία, στο κήρυγμα και στην εκπαίδευση.
   Λόγω των πολιτικών εξελίξεων και ποικίλων κινδύνων από την Δύση, το Πατριαρχείο δέχθηκε επίσης να συζητήσει το θέμα του Αυτοκεφάλου. Απέστειλε μάλιστα στην Αλβανία το διακεκριμένο μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο (μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών), για σχετικές διαβουλεύσεις με τις αλβανικές αρχές. Ο Χρύσανθος ετάχθη υπέρ της χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου και υπέδειξε την ακολουθητέα πορεία.
   Προς εξομάλυνση των σχέσεων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τον Μάϊο 1936 συνεκλήθη στην Κορυτσά Κληρικολαϊκό Συνέδριο με συμμετοχή εκπροσώπων και των τεσσάρων επαρχιών. Το Συνέδριο ζήτησε συγνώμη από το Πατριαρχείο, έγιναν διαπραγματεύσεις στην Αθήνα (13.3.1937) και επιτροπή από Αλβανούς μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για την οριστική ρύθμιση του ζητήματος.
Η παρατεταμένη αυτή εκκλησιαστική ανωμαλία ήταν πολύ δυσμενής για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής πνευματικής ζωής των ορθοδόξων της Αλβανίας. Ο κλήρος ταλαιπωρήθηκε από ποικίλες πιέσεις και οικονομική δυσπραγία. Ο λαός έμεινε επί μεγάλο χρονικό διάστημα διχασμένος, δεδομένου ότι η αναταραχή είχε περίπλοκες εθνικές διαστάσεις (π.χ. το Βορειοηπειρωτικό). Από την αναστάτωση επεχείρησαν να επωφεληθούν η Ουνία και οι προτεσταντικές ομάδες.

 

 

Από το 1937 έως σήμερα.

 

   Η κανονική χορήγηση του Αυτοκεφάλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επί πατριάρχου Βενιαμίν Α’ ανοίγει νέα περίοδο για την Εκκλησία της Αλβανίας.
Η πρώτη Ιερά Σύνοδος, 1937

   Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος «Περί ευλογίας του Αυτοκεφάλου της εν Αλβανία Ορθοδόξου Εκκλησίας» εξεδόθη στις 12.4.1937.

   Η πρώτη Σύνοδος συγκροτήθηκε κατόπιν κανονικών εκλογών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο από τους αρχιεπίσκοπο Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Χριστόφορο (Κίσσι) και τους επισκόπους Κορυτσάς Ευλόγιο (Κουρίλα), Βερατίου Αγαθάγγελο (Τσάμτσε) και Αργυροκάστρου Παντελεήμονα (Κοτόκο). Οι δυο μητροπόλεις έγιναν επισκοπές, η δε τρίτη διαμορφώθηκε από τις εντός της Αλβανίας ενορίες της παλαιάς μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως.
   Δύο ιδιομορφίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας έκρυβαν ιδιαίτερα προβλήματα. Πρώτον, η εθνολογική καταγωγή του ορθοδόξου πληρώματος (Αλβανοί, Έλληνες, Βλαχόφωνοι, Σλαβόφωνοι). Δεύτερον, το ότι οι ορθόδοξοι δεν αποτελούσαν πλειοψηφία όπως στις άλλες χώρες της Βαλκανικής, αλλά μόνο περίπου 23% του πληθυσμού. Έτσι οι πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Αλβανίας, αλλά και οι πολεμικές αναταραχές της ευρύτερης περιοχής είχαν πολλαπλές επιπτώσεις στη ζωή της Εκκλησίας.

 

   α) Ιταλική κατοχή
   Με την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων (7.4.1939), η Αλβανία έγινε επαρχία της φασιστικής Ιταλίας.
   Αμέσως ετέθησαν σε εφαρμογή σχέδια για ανάλογη θρησκευτική προσάρτηση. Παράλληλα με την εγκατάσταση ρωμαιοκαθολικών ιεραποστολικών ταγμάτων σε διάφορες περιοχές του Νότου, το κυρίως στρατηγικό σχέδιο ήταν η απορρόφηση των ορθοδόξων μέσω της Ουνίας. Η προπαγάνδα τόνιζε ότι η συσπείρωση όλων των αλβανών χριστιανών θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της χώρας, κάτω από την προστασία του Βατικανού και του ιταλικού κράτους. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος κατ’άλλους είχε δεχθεί συνένωση με τους Αρμπερέσε (Αλβανούς) της Ιταλίας, κατ’άλλους ζήτησε να κερδίσει χρόνο με αναβολές. Η έλλειψη πάντως απόλυτης πλειοψηφίας στα εκτελεστικά σώματα της ορθοδόξου Εκκλησίας ανέτρεψε τα σχέδια προσχωρήσεως στην Ουνία, τα οποία διαλύθηκαν οριστικά με την πτώση της Ιταλίας το 1943.

 

   β) Αθεϊστικός διωγμός
   Μετά την αποχώρηση των Γερμανών (Νοέμβριος 1944), στην Αλβανία επιβλήθηκε πλήρως το κομμουνιστικό καθεστώς και άρχισε ο διωγμός της θρησκείας. Στα 23 πρώτα χρόνια είχε την κλασική μορφή, γνωστή ήδη στη Ρωσία και στα Βαλκάνια.
   Στις 25.12.1948 υποχρεώθηκε σε απομάκρυνση ο αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος και νέος αρχιεπίσκοπος τοποθετήθηκε ο Παϊσιος (Βονδίτσα), μέχρι τότε επίσκοπος Κορυτσάς, εκ χηρείας.
   Επετράπη ακόμη να συγκληθεί στα Τίρανα (5-10.2.1950) Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθοδόξου Εκκλησίας για να ψηφισθεί νέος Καταστατικός Χάρτης –ο οποίος μάλιστα σε αρκετά σημεία βελτίωσε το Καταστατικό του 1929.
   Την Ιεραρχία της Εκκλησίας, μετά το 1952, απετέλεσαν ο αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Παϊσιος, οι επίσκοποι Αργυροκάστρου Δαμιανός (Kοκονέσι), Κορυτσάς Φιλόθεος (Ντούνι), Βερατίου Κύριλλος (Νασλάζι) και ο βοηθός επίσκοπος Σωφρόνιος (Μπορόβα). Ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος ετέθη σε κατ’οίκον περιορισμό και στις 19.6.1958 βρέθηκε νεκρός, κατά την επίσημη εκδοχή από καρδιακή προσβολή.
   Τον Μάρτιο 1966 απεβίωσε ο Παϊσιος και στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ανήλθε τον Απρίλιο ο Δαμιανός (Κοκονέσι). Η προσπάθεια γελοιοποιήσεως της θρησκείας και των εκπροσώπων της εντάθηκε· το ίδιο και η καταπίεση με εξορίες, φυλακίσεις και θανατώσεις πιστών ιερέων και λαϊκών.
   Οι αλβανοί ορθόδοξοι, οι εγκαταστημένοι στην Αμερική, ήσαν χωρισμένοι σε δυο ομάδες. Η μία υπό τον Θεοφάνη Νόλι και στη συνέχεια τον επίσκοπο Στεφάν Λάσκο διατηρούσε δεσμό με την Εκκλησία της Αλβανίας· η άλλη υπό τον επίσκοπο Λεύκης Μάρκο Λίππα υπήγετο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά τον θάνατο του Νόλι (Μάρτιος 1965) έγινε η προσπάθεια συμφιλιώσεως των δυο μερίδων (1966-1967) χωρίς αίσιο αποτέλεσμα.
   Στις 4.4.1967 δόθηκε το σύνθημα ολοκληρωτικού διωγμού.
   Με διάταγμα που δημοσιεύθηκε στις 22.11.1967 η Αλβανία ανακηρύχθηκε επισήμως το πρώτο και μοναδικό άθεο κράτος στον κόσμο και στην Ιστορία, στο οποίο απαγορεύθηκε συνταγματικά κάθε θρησκευτική έκφραση. Εκατοντάδες ναοί κατεδαφίστηκαν, άλλοι μετατράπηκαν σε μηχανουργεία, στάβλους, αποθήκες, κινηματογράφους, λέσχες. Όλες σχεδόν οι μονές κατεστράφησαν ή έγιναν στρατιωτικοί καταυλισμοί.
   Την εποχή εκείνη η Εκκλησία της Αλβανίας είχε εκτός της αρχιεπισκοπής, τρεις ακόμη επισκοπές, 19 αρχιερατικές περιφέρειες, 330 ενορίες και 25 μονές.
   Οι κληρικοί αποσχηματίσθηκαν· πολλοί οδηγήθηκαν στη φυλακή ή στην εξορία και αρκετοί στο μαρτύριο. Μεταξύ αυτών και ο τέως αρχιεπίσκοπος Βησσαρίων, ο οποίος φυλακίσθηκε, και ο βοηθός επίσκοπος Απολλωνίας Ειρηναίος (Μπανούσι), ο οποίος εξορίστηκε. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός δεν καταδιώχθηκε, απεβίωσε στο σπίτι του στο Πόγραδετς (18.10.1973).
   Στον ολοκληρωτικό αυτό διωγμό διωκόμενοι και διώκτες ανήκαν παραδοσιακά σε όλες τις εθνολογικές και θρησκευτικές κοινότητες της Αλβανίας.
   Τον Νοέμβριο 1990 υπό την επίδραση διεθνών ανακατατάξεων η αλβανική κυβέρνηση αποφάσισε τη χαλάρωση των μέτρων κατά της θρησκείας.

 

   γ) Ανασύσταση

   Την πρωτοβουλία για την ανασύσταση της Εκκλησίας της Αλβανίας ανέλαβε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με σειρά αποφασιστικών ενεργιών.

   Τον Ιανουάριο 1991, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος και η Ιερά Σύνοδος όρισαν τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών επίσκοπο Ανδρούσης (Γεν. Διευθυντή της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και τοποτηρητή της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως) Αναστάσιο ως πατριαρχικό έξαρχο, με αποστολή να μεταβεί στην Αλβανία για τις πρώτες επαφές με τους ορθοδόξους και τις αρχές της χώρας.   

Ύστερα από πολύμηνη αντίδραση του αλβανικού κράτους, ο Πατριαρχικός Έξαρχος έφθασε στα Τίρανα (17.7.1991).

   Κατά την περιοδεία του στην χώρα διαπίστωσε τη φοβερή ερήμωση που είχε προκαλέσει ο αδυσώπητος διωγμός· 1608 ναοί και μονές είχαν καταστραφεί. 
   Η πρώτη ενέργεια του Πατριαρχικού Εξάρχου ήταν η διαμόρφωση κάποιας στοιχειώδους εκκλησιαστικής δομής για την εκπροσώπηση της τοπικής Εκκλησίας. Για την ανασυγκρότηση της εκκλησιαστικής δομής ο Πατριαρχικός Έξαρχος συνεκάλεσε (12.8.1991) Γενική Κληρικολαϊκή Συνέλευση με συμμετοχή 15 κληρικών και 30 λαϊκών των εκκλησιαστικών επαρχιών της Αλβανίας, στην οποία μελετήθηκε η μετακομμουνιστική κατάσταση και προοπτική και τέλος εξελέγησαν 4 αρχιερατικοί επίτροποι και κληρικολαϊκό Γενικό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο με 13 μέλη. Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Αλβανίας επισκέφθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο (5-8.6.1992), για πρώτη φορά μετά τον διωγμό, και ζήτησε την εκλογή του Πατριαρχικού Έξαρχου ως προκαθημένου της.
   Με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς ανασύσταση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας εξέλεξε (24.6.1992) παμψηφεί Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας τον ήδη μητροπολίτη Ανδρούσης Αναστάσιο και μητροπολίτες Κορυτσάς, Αργυροκάστρου, Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, τα οποία και ανυψώθηκαν σε μητροπόλεις, τους αρχιμανδρίτες Χριστόδουλο Μουστάκα, Αλέξανδρο Καλπακίδη και Ιγνάτιο Τριάντη αντιστοίχως.
   Η αλβανική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα διότι θεώρησε έξωθεν επιβολή ελληνικής ηγεσίας σε μία από τις τρεις μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. Ο πρόεδρος της Αλβανίας Σαλί Μπερίσα εξέφρασε την δυσαρέσκειά του στην αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία τον επεσκέφθη (4.7.1992) αποτελουμένη από τους μητροπολίτες Πέργης Ευάγγελο, Φιλαδελφείας Μελίτωνα και τον αλβανικής καταγωγής πρωτοπρεσβύτερο Ηλία Κάτρε.
   Τελικά ο αλβανός πρόεδρος δήλωσε ότι δέχεται την εγκατάσταση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, αλλά δεν πρόκειται να γίνει ανεκτό, όλοι οι ορθόδοξοι μητροπολίτες της Αλβανίας να είναι ελληνικής καταγωγής.
   Ο νέος αρχιεπίσκοπος, αφού έδωσε το Μέγα Μήνυμα στο Φανάρι (12.7.1992), ενθρονίστηκε στον καθεδρικό ναό των Τιράνω (2.8.1992), σε παρουσία όλων των κληρικών και λαϊκών εκπροσώπων των επαχιών της Αλβανίας.
Η πρώτη Ιερά Σύνοδος, 1998,
μετά το αθειστικό καθεστός.

   Ορισμένοι αλβανικοί κύκλοι με σειρά ενεργειών, ακόμη και με προετοιμασία σχεδίων νόμων, επιδίωξαν την εκδίωξή του λόγω της ελληνικής του καταγωγής. Στην έκτακτη Κληρικολαϊκή Σύναξη (Δυρράχιο 21.1.1993), σύσσωμοι οι εκπρόσωποι διακήρυξαν ότι δεν πρόκειται να ανεχθούν κάτι τέτοιο.

   Το φθινόπωρο του 1994 με το σχέδιο Συντάγματος επιχειρήθηκε η οριστική απομάκρυνση του αρχιεπισκόπου· τελικά όμως το τελευταίο καταψηφίσθηκε στο δημοψήφισμα (6.11.1994).
   Τον Ιούλιο 1996, χωρίς νεότερη συνεννόηση με την αλβανική πλευρά, έγιναν στην Κωνσταντινούπολη οι χειροτονίες των μητροπολιτών που είχαν εκλεγεί το 1992. Οι αλβανικές αρχές αρνήθηκαν κατηγορηματικά την είσοδο και εγκατάστασή τους στην Αλβανία.
   Τελικώς, κατόπιν επιμόνων διαπραγματεύσεων μεταξύ αντιπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας Αλβανίας και των αλβανικών αρχών (Νοέμβριος 1997 – Ιουλιος 1998), το θέμα της συγκροτήσεως της Ιεράς Συνόδου διευθετήθηκε με την αποδοχή του σχήματος να αποτελεσθεί από δυο αρχιερείς ελληνικής καταγωγής και δυο αλβανικής. Ενθρονίσθηκε ο μητροπολίτης Βερατίου Ιγνάτιος, οι μητροπολίτες Αργυροκάστρου Αλέξανδρος και Κορυτσάς Χριστόδουλος υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους και εξελέγησαν μητροπολίτης Κορυτσάς ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Pelushi και επίσκοπος Απολλωνίας ο οικονόμος Κοσμάς Qirio. Ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης, ήταν κοσμήτωρ και καθηγητής στη Θεολογική Ακαδημία «Ανάστασις» στο Δυρράχιο και απόφοιτος Θεολογικής Σχολής Βοστώνης, ενώ ο οικονόμος Κοσμάς, αντιπροσώπευε την παλαιά γενιά των ιερέων και ήταν γνωστός για την ηρωική του δράση στα δύσκολα χρόνια του θρησκευτικού διωγμού, όπου βάπτιζε και λειτουργούσε κρυφά. Έτσι, με τη χάρη του Θεού, το Ιούλιο 1998 ανασυγκροτήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας.
   Την 3η-4η Νοεμβρίου 2006 συνήλθε στη Θεολογική Ακαδημία «Ανάστασις», στη Νέα Μονή του Αγίου Βλασίου στο Δυρράχιο, ειδική Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, αποτελούμενη από 257 εκπροσώπους (με συμμετοχή όλων των κληρικών), η οποία μελέτησε και αποδέχθηκε ομόφωνα το νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας. Την 6η Νοεμβρίου 2006 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος, η οποία και ενέκρινε το Νέο Καταστατικό Χάρτη της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας.
   Το ίδιο μήνα, Νοέμβριο 2006, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας εξέλεξε και χειροτόνησε τρεις νέους ιεράρχες, τον αρχιμανδρίτη Δημήτριο Σιναΐτη ως Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, ο οποίος υπηρετούσε τα τελευταία 15 χρόνια ως πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως, και ως Βοηθούς Επισκόπους του Αρχιεπισκόπου τους αρχιμανδρίτες Νικόλαο Hyka ως Επίσκοπο Απολλωνίας και τον Αντώνιο Merdani Επίσκοπο Κρούγιας, οι οποίοι ανήκουν στη νέα γενιά των καταρτισμένων κληρικών στη Θεολογική Ακαδημία «Ανάστασις» στο Δυρράχιο και είναι απόφοιτοι Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Το πνευματικό κέντρο στον Άγιο Βλάσιο:

Η Ιερά Μονή, Η Θεολογική Ακαδημία,

Το Σπίτι των Παιδιών (Ορφανοτροφείο) “Ελπίδα”.

   Στις 24 Νοεμβρίου 2008 υπογράφηκε, βάσει του Συντάγματος, η Συμφωνία για τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας και της Αλβανικής Κυβερνήσεως, την οποία επικύρωσε στη συνέχεια το Αλβανικό Κοινοβούλιο, όπου στη συνέχεια το 22.01.2009 έγινε νόμος αρ.10057.

   Το Ιανουάριο 2012, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, εξέλεξε δύο νέους τιτουλαρίους Επισκόπους, ως Επίσκοπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Αμαντίας τον αρχιμανδρίτη Ναθαναήλ Λαυριότη και ως Επίσκοπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Βύλιδος τον αρχιμανδρίτη Άστιο Bakallbashi.
   Με τις δύο αυτές νέες χειροτονίες η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αλβανίας, για πρώτη φορά στην ιστορία της αποτελείται από οκτώ μέλη, οι οποίοι είναι: ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Αναστάσιος, πρόεδρος, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Βερατίου κ. Ιγνάτιος, Κορυτσάς κ. Ιωάννης, Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος, οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι Απολλωνίας κ. Νικόλαος, Κρούγιας κ. Αντώνιος, Αμαντίας κ. Ναθαναήλ, Βύλιδος κ. Άστιος και ο Αρχιγραμματέας Αιδ. Πρωτοπρεσβύτερος κ. Ιωάννης Trebicka.
   Κατά την περίοδο 1991-2013, η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας, παρά τις οδυνηρές δοκιμασίες και τη γενική πολιτικο-κοινωνική αναστάτωση και οικονομική καθίζηση της χώρας, ανασυγκροτήθηκε από τα ερείπια και, ζώντας σε αναστάσιμη ατμόσφαιρα, αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς.
   Στις περισσότερες πόλεις και κωμοπόλεις με ορθόδοξο πληθυσμό και σε εκατοντάδες χωριά, οργανώθηκαν εκ νέου ορθόδοξες ενορίες. Εντάχθηκε η λειτουργική και εν γένει μυστηριακή ζωή, το κήρυγμα και η κατήχηση. Οργανώθηκαν Σύνδεσμοι Νεολαίας, Γυναικών, Διανοουμένων.
   Για τη δημιουργία γηγενών στελεχών άρχισε (Οκτώβριο 1992) η λειτουργία Θεολογικής-Ιερατικής Σχολής, η οποία από το 1997 αναπτύχθηκε σε ιδιόκτητο συγκρότημα κτηρίων (Μονή Αγίου Βλασίου Δυρραχίου) ως «Ορθόδοξος θεολογική Ακαδημία – Ανάστασις».
   Χειροτονήθηκαν 165 νέοι κληρικοί, με μόρφωση Λυκείου ή και Πανεπιστημίου και τριετείς ή τετραετείς θεολογικές σπουδές. Ιδρύθηκε τα Εκκλησιαστικά Λύκεια «Τίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σούκθ στο Δυρράχιο (2007), τη Σχολή της Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα (2013), όλα αυτά με οικοτροφεία. Απόφοιτοι της Θεολογικής Ακαδημίας, απετέλεσαν τον πρώτο μοναστικό πυρήνα στην Μονή Αρδενίτσας.
   Ανεγέρθησαν εκ θεμελίων 150 νέοι ναοί, αναστηλώθηκαν 70 ναοί-μνημεία, ενώ επισκευάσθηκαν 160. Περισσότερα από 70 μεγάλα οικοδομήματα ανεγέρθησαν ή αγοράσθηκαν και ανακατασκευάσθηκαν, για να στεγάσουν μητροπολιτικά οικήματα, σχολές, νηπιαγωγεία, ξενώνες, εργαστήρια, κλινικές, κέντρα νεότητος κλπ. Το όλο οικοδομικό έργο ανέρχεται σε 450 κτίριο.
   Εκδίδονται η μηνιαία αλβανική εφημερίδα Ngjallja (Ανάστασις), από το 1992, το παιδικό περιοδικό Gëzohu, (Χαίρε) από το 1997, το φοιτητικό δελτίο Fjala (Λόγος) και το αγγλικό ενημερωτικό φυλλάδιο News from Orthodoxy in Albania, επίσης λειτουργικά, εποικοδομητικά, επιστημονικά βιβλία. Η Εκκλησία της Αλβανίας διαθέτει δικό της τυπογραφείο, ραδιοφωνικό σταθμό, κηροπλαστείο, ξυλουργικά εργαστήρια.
   Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Αλβανίας ανέπτυξε ευρύ κοινωνικό έργο – ιδιαίτερα στις περιόδους πολιτικο-κοινωνικής κρίσεως της χώρας (1992, 94, 97, 99) –, με διανομές χιλιάδων τόνων τροφίμων, ρουχισμού, φαρμάκων για την ανακούφιση πτωχών οικογενειών και κοσοβάρων προσφύγων, καθώς και με προσφορά νοσοκομειακού υλικού σε πόλεις, χωριά και κοινωφελή αλβανικά ιδρύματα.
   Στον τομέα υγείας συμβάλλει με το Διαγνωστικό Κέντρο «Ευαγγελισμός» στα Τίρανα, με πολυϊατρεία (Καβάγια, Λούσνια, Κορυτσά, Γεωργουσάτι) και κινητή οδοντιατρική μονάδα.
   Στο τομέα εκπαιδεύσεως, εκτός των μνημονευθέντων ιδρυμάτων, ιδρύθηκαν: 17 νηπιαγωγεία (παιδικοί σταθμοί), 3 Εννιατάξια σχολεία: το Άλβανοαμερικανικό Σχολείο «Πρωταγωνιστές» στα Τίρανα (2001) και το 2013 λειτουργεί στο ίδιο σχολείο και το Λύκειο του, το Αλβανοελληνικό Σχολείο «Πνοή Αγάπης» στο Δυρράχιο (2005) και Αργυρόκαστρο (2008), το Τεχνικό Λύκειο «Απόστολος Παύλος» στο Μεσοπόταμο (Νομός Δελβίνου – κοντά στους Αγίους Σαράντα) (2005), 2 Ινστιτούτα Επαγγελματικής Καταρτίσεως «Πνοή Αγάπης» στα Τίρανα (2000) και στο Αργυρόκαστρο στο νέο σύγχρονο κέντρο «Εμμαούς» (2002). Από το 2009 το Ινστιτούτο «Πνοή Αγάπης» Τιράνων αναβαθμίστηκε σε Πανεπιστήμιο με την ονομασία «Logos».

   Η Εκκλησία μας έχει στηρίξει έναν μεγάλο αριθμό κοινωνικών προγραμμάτων στα οποία συμπεριλαμβάνονται αυτά που αφορούν την ανάπτυξη ορεινών περιοχών στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, την κατασκευή δρόμων και υδραγωγείων, το πρόγραμμα για την υγιεινή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών και την ίδρυση κέντρων υγείας σε χωριά, τη παροχή βοήθειας σε σχολεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, τη συμπαράσταση σε άτομα με ειδικές ανάγκες, σε γηροκομεία, σε φυλακισμένους, οργάνωσε συσσίτια σε πτωχούς κλπ. Το 1999, όταν η χώρα μας υποδέχθηκε το κύμα των μεταναστών από το Κοσσυφοπέδιο, η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας, σε συνεργασία με δωρητές και διεθνείς θρησκευτικούς οργανισμούς (ιδιαίτερα με την ΑCT του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών), υλοποίησε ένα ευρύτερο πρόγραμμα παροχής βοήθειας, το οποίο ξεπέρασε τα 12 εκατομμύρια USD, φιλοξενώντας 33.000 πρόσφυγες, προσφέροντας τρόφιμα, ρουχισμό, οικιακή και ιατρική βοήθεια, στέγη (δύο καταυλισμούς) κλπ.    

Η εξεύρεση των οικονομικών πόρων για την πραγματοποίηση όλων αυτών των έργων έγινε με γενικές προσφορές χιλιάδων φίλων από το εξωτερικό, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στις ερανικές προσπάθειες του αρχιεπισκόπου.

   Η Εκκλησία μας μετέχει ως ίσος μεταξύ ίσων στις εκδηλώσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών του κόσμου. Είναι μέλος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είχε εκλεγεί Αντιπρόεδρος του το 2003-2009), μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ένας από τους οχτώ προέδρους του το 2006) και του μεγαλύτερου διαθρησκειακού οργανισμού στον κόσμο «Οι θρησκείες για την Ειρήνη» (ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εξελέγη το 2006 Επίτιμος Πρόεδρος του). Επίσης συμμετέχει σε διάφορες οικουμενικές δραστηριότητες και συμβάλλει στις προσπάθειες ειρηνικής συνεργασίας και αλληλεγγύης στην ΝΑ Ευρώπη.
   Με τη δραστηριότητα και παρουσία της έχει αναδεχθεί σε σοβαρό παράγοντα πνευματικής, πολιτιστικής και κοινωνικής αναπτύξεως της Αλβανίας και θρησκευτικής συνυπάρξεως στη χώρα.
*  *  *

 

Η Τέχνη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας

 

*  *  *
Ως προς την τέχνη, προσφορότερη θεωρούμε την διάκριση σε πολιτιστικές περιόδους:
   α) Παλαιοχριστιανικά μνημεία (Δ’ – μέσα Η’ αι.),
   β) Βυζαντινή περίοδος (μέσα Η’ – ΙΕ’ αι.),
   γ) Μεταβυζαντινή περίοδος – Τουρκοκρατία (1501-1912).

Και σύμφωνα με αυτή συνοψίζουμε αδρά τα υπάρχοντα στοιχεία κατά μορφή τέχνης.

Αρχιτεκτονική.

 

   α) Παλαιοχριστιανική περίοδος

   Ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών έφεραν στο φως μνημεία κυρίως των Ε’ – ΣΤ’ αι. Η βασιλική που ανακαλύφθηκε έξω από το Ελμπασάν (στο Τέπε) πιθανών να είναι του Δ’ αι. Οι πιο γνωστοί τύποι εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της εποχής αυτής είναι οι τρίκλιτες βασιλικές. 
  

Βαπτιστήριο

Παλεοχριστιανική περίοδος, κυκλική μορφή.

Βουθρωτό, Αγίους Σαράντα.

Τα πλευρικά τείχη χωρίζονται με κίονες (Αραπάι Δυρράχιο, Βύλλις, Αμαντία) ή με πεσσούς (Ελμπασάν, Βουθρωτό) ή με εναλλασσόμενους κίονες και πεσσούς (Άγιοι Σαράντα), μερικές είναι τρίκογχες (Λίν, Μπάλσι). Μονόκλιτες ανεκαλύφθησαν στην Αντιγόνεια, την Απολλωνία, το Δυρράχιο, τους Αγίους Σαράντα.

   Σώζονται ακόμη παλαιοχριστιανικά βαπτιστήρια (κυκλικά, τετράγωνα ή οκταγωνικά), π.χ. Φοινίκη, Λίν (νότια ακτή Αχρίδος) και το ωραιότερο στο Βουθρωτό.

   β) Βυζαντινή περίοδος

   Νέες τυπολογικές μορφές παρουσιάζουν οι ναοί του Ι’ αι. Αλλού ανεγείρονται μονόκλιτοι (Προφήτη Ηλία στο Βουάλι Πρεμετής, της Παναγίας στο Τσέρσκα της Λεσκοβίκης, του Αγίου Σεργίου και Βάκχου στη Χειμάρρα), αλλού συνεχίζεται η παράδοση της βασιλικής (Αγίου Στεφάνου στις Δρυμάδες κ.ά). Από την πρώιμη μεταβυζαντινή εποχή σώζεται η ιδιότυπη βασιλική του Αγίου Νικολάου στο Περοντί.
Ι. Ναός Αγία Τριάδα

Σταυροειδή εγγεγραμμένο
με οκταγωνικό τρούλο,
Οικοδομήθηκε τον ΙΓ’ αι.,
ιστορήθηκε τον ΙΣΤ’αι.
από τον Ονούφριο Νεοκαστρίτη,
από το Ελμπασάν.

ΝΔ τείχος του Κάστρου του Βερατίου.

   Κυρίως εγκαινιάζεται νέος τύπος ναού, σταυροειδούς με τρούλο (άνω Επισκοπή, Κοσίνα). Πολλή προσοχή δίδεται και στο εξωτερικό του ναού (τρούλος, διακοσμήσεις παραθύρων, συνδυασμοί πλίνθου και πέτρας). Χαρακτηριστικό δείγμα, ο Ναός της Παναγίας, Άνω Λάμποβο, εξαιρετικής καλλιτεχνικής άξιας, (Ι’ αι., κατ’άλλους ΙΓ’αι.).

   Στους ΙΓ’ και ΙΔ’ αι. παρουσιάζεται νέα αρχιτεκτονική άνθηση.
   Στην περιοχή Σκόδρας, παρατηρείται κατά ΙΓ’ αι. επίδραση της δυτικής αρχιτεκτονικής (Αγίου Σεργίου και Βάκχου, παρά το ποταμό Μπούνα, Ναός στο Βάου-ι-Ντέγιες). Συχνά συνυπάρχουν βυζαντινά και ρομανικά χαρακτηριστικά. Βυζαντινοί ναοί εμφανίζουν ρομανικές επιδράσεις, ενώ η βυζαντινή ζωγραφική δεσπόζει ακόμη και σε κτίσματα ρομανικού ρυθμού.

   Στις νότιες περιοχές εξακολουθούν να κτίζονται μονόκλιτοι ναοί (Άγιος Ιωάννης Μπομποστίτσας), οι βασιλικές γίνονται αραιότερες και ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο κυριαρχεί (π.χ. Μαρμιρόι στην Αυλώνα, Μονή Θεοτόκου Σβερνέτς). Η Παναγία η Βλαχέρνα (ανακατασκευή ΙΣΤ’ αι.) και η Αγία Τριάς, Βεράτιο, αποτελούν απλή παραλλαγή του ίσιου τύπου, ενώ ο Ναός της Μονής της Θεοτόκου στην Απολλωνία είναι κτισμένος σε σύνθετη παραλλαγή. Εξαίρετο βυζαντινό μνημείο ως αρχιτεκτονική και διακοσμητική σύνθεση (ίσως ΙΓ’ αι.) είναι ο Ναός Αγίου Νικολάου Μεσοποτάμου.

   γ) Μεταβυζαντινή περίοδος

   Η ανέγερση ναών διεκόπη τελείως στην αρχική περίοδο της οθωμανικής κατακτήσεως. Τον ΙΣΤ’ αι, παράλληλα με τις παλαιές πόλεις αναπτύσσονται νέες σε ορεινές περιοχές, όπως η Μοσχόπολη, το Βιθκούκι και η Νίτσα, όπου κτίζονται ναοί διακρινόμενοι για την απλότητα της αρχιτεκτονικής και την λιτότητα της μορφής τους.
Ι.Ν. Άγιος Κοσμάς του Αιτωλού

Οικοδομήθηκε στις αρχές του ΙΘ’ αι,

Κολικόντας, Φίερ.

   Από τα μέσα του ΙΣΤ’ αι. παρουσιάζονται εξελιγμένες αρχιτεκτονικές μορφές στις μονές, που χτίζονται συνήθως σε απόμερους τόπους. Χαρακτηριστικά κτίσματα του ΙΣΤ’ αι. είναι οι ναοί: Σωτήρος, στο Τρεμίστ Πρεμετής (1540-1560), Αγίου Αθανασίου, στο Μαζάρ Πολύτσανης (1513), Αγ. Δημητρίου (1526), μονής Προφήτου Ηλία στη Γεωργουτσάτη και Παναγίας στις Ζερβάτες (1569), Κάμενας και Βραχογοραντζή.

   Από τον ΙΖ’ αι. διακρίνονται τα καθολικά των μονών  Αγίου Ιωάννου Προδρόμου (1632), Παναγίας στο Μπαρμάς Κολώνιας κ.ά. Σειρά μονών απαντούν και στις ακτές Ιονίου –κόλπος Κοκαμιάς (1672), Κρορίζι, Κριμόροβα, Πικέρασι (1672).
   Το ΙΗ’ αι. ανεγείρονται περισσότεροι ναοί, με βελτιωμένη αρχιτεκτονική και διακόσμηση. Η έμφαση κυρίως δίδεται στον εσωτερικό χώρο, ενώ εξωτερικά το οικοδόμημα παραμένει απλό, προφανώς για να μην προκαλεί τους αλλόθρησκους κατακτητές.
   Στον ίδιο αιώνα υπάρχει σοβαρή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ενίσχυση της θέσεως των Αλβανών φεουδαρχών και σχετική πολιτική ηρεμία.
   Συγχρόνως όμως οι εξισλαμισμοί αυξάνονται και αυστηροί νόμοι απαγορεύουν την ανέγερση χριστιανικών ναών.
   Γι’αυτό σε πόλεις και χωριά κτίζονται έτσι ώστε να συγχέονται αρχιτεκτονικά με τις κατοικίες. Χαρακτηριστικό δείγμα μεταβυζαντινού ναού στο Βεράτιο, είναι ο καθεδρικός ναός της Παναγίας (1797). Στη Μουζακιά δεσπόζει η Μονή της Αρδευούσης (Αρδενίτσας), το σημερινό οικοδόμημα (ΙΗ’ αι.) κτίσθηκε στα ερείπια βυζαντινής μονής.
Ι. Ν. Προφήτης Ηλίας
Μοσχόπολη

   Από τα μέσα του ΙΗ’ αι. έως τα μέσα του ΙΘ’ αι. κτίσθηκαν ναοί σχεδόν σε κάθε χωριό της Μουζακιάς με αντιπροσωπευτικό τύπο την τρίκλιτη βασιλική με ξύλινες κολώνες και επίπεδη οροφή, όπως ο Ναός Αγίου Γεωργίου, Λιμπόφς (1776). Στη Μοσχόπολη οι σωζόμενοι 7 ναοί παρουσιάζουν θαυμάσια αρχιτεκτονική μορφή· ιδιαίτερα οι εσωτερικοί χώροι στον τύπο της βασιλικής είναι θολοσκέπαστοι και έχουν διαμορφωθεί με εξαιρετική ευαισθησία.

   Από τον ΙΘ’ αι. διατηρούνται λιγότεροι ναοί (όπως: Αγ. Νικολάου στο Τόσκεζ (1811) και το καθολικό της μονής του Αγίου Κοσμά στο Κολκόντασι (1813-1814), μια τρίκλιτη βασιλική μετά τρούλου.

Μωσαϊκά.

 

   Συνδεδεμένα με τα αρχιτεκτονικά μνημεία, σώζονται αξιόλογα μωσαϊκά (Τιράνων, Αράπαϊ Δυρραχίου, Βύλλιδος, Αγίων Σαράντα, Αντιγόνειας κ.ά.).
   Τα θέματά τους δεν είναι αγιογραφικά, ακολουθώντας την κοσμική παράδοση σχηματίζουν μαιάνδρους, παραστάσεις φυτών, πουλιά, ζώα, βουκολικές σκηνές.

  

Εστεμμένη μορφή μεταξύ αγγέλων,

χαμηλά οι αφιερωτές
Ψηφιδωτή παράσταση του ΣΤ’-Ζ’ αι.,
από το παρεκκλήσιο (δυτικός τοίχος)

του Aμφιθέατρου στο Δυρράχιο.

Το σημαντικότερο από τα ψηφιδωτά του δαπέδου της βασιλικής Μεσαπλίκ φιλοξενείται στο μουσείο των Τιράνων, εικονίζεται ανδρικό πορτραίτο σε κατατομή με την επιγραφή: ΑΠΑΡΚΕΑΣ. Ορισμένα εμφανίζονται κάπως άκομψα, άλλα όμως έχουν μεγαλύτερη καλλιτεχνική αξία, όπως το μωσαϊκό στο κυκλικό βαπτιστήριο του Βουθρωτού.

   Τα μόνα σωζόμενα εντοίχια ψηφιδωτά βρίσκονται στο παρεκκλήσιο του αμφιθεάτρου Δυρραχίου (εικονίζονται ο Άγιος Στέφανος, μια μορφή αυτοκράτειρας – ίσως της Παναγίας – αρχάγγελοι, χορηγοί) και παρουσιάζουν σοβαρές ομοιότητες με τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης.

Μικρογραφίες.

   Το παλαιότερο δείγμα ζωγραφικής είναι οι μικρογραφίες του περίφημου πορφυρού Βερατινού κώδικος, σπανιότατου χειρογράφου Ευαγγελίου, πιθανώς ΣΤ’ αι., σε μεγαλογράμματη γραφή.

   Οι περισσότερες μικρογραφίες χειρογράφων χρονολογούνται μεταξύ Θ’ – ΙΔ’ αι. και διακρίνονται για το κάλλος της χρυσογραφίας. Δείγματα έξοχης βυζαντινής τεχνοτροπίας, βρίσκονται σε δύο κώδικες του Αυλώνος (τέλος ΙΑ’ αι., αρχές ΙΒ’ αι.). Οι μορφές θυμίζουν ανάλογα έργα της Κωνσταντινουπόλεως Ι’ αι.

Αγιογραφία.

 

Βυζαντινή περίοδος

   Οι παλαιότερες φορητές εικόνες στην Αλβανία, προέρχονται από τους ΙΒ’ – ΙΔ’ αι. Η Παναγία η Οδηγήτρια της Μπόριας στη Κορυτσά, και η Παναγία του Μπλάστι σε σπηλιά της Μεγάλης Πρέσπας, θεωρούνται από τις ωραιότερες δημιουργίες βυζαντινής τέχνης.  

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ

Φορητή εικόνα του β’ μισού ΙΔ’ αι.,
από τον Ι. Ναό της Θεοτόκου
στη Μπόρια, Κορυτσάς.
Σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών

του Μεσαίωνα στην Κορυτσά.

Η τεχνοτροπία της εποχής της Μακεδονικής Δυναστείας και ιδιαίτερα των Παλαιολόγων (μέσα ΙΓ’ – τέλη ΙΔ’ αι.), που άνθησε στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη, έχει βαθιά επηρεάσει και τα σωζόμενα στην περιοχή έργα. Ιδιαίτερα επιβλητική σε κάλλος είναι η μορφή του αρχαγγέλου Μιχαήλ της Μπόρια Κορυτσάς (ΙΔ’ αι.).

   Αξιόλογα δείγματα βυζαντινών τοιχογραφιών έχουν διασωθεί σε απόμερες τοποθεσίες, όπως των σπηλαίων Βλαστόνιε, Λέτμι, Κάλμετ κοντά στη Λέζα (ΙΒ’ αι.). Στους ΙΓ’ και ΙΔ’ αι. δημιουργήθηκαν σημαντικά έργα, μεταξύ των οποίων οι τοιχογραφίες των Μονών Απολλωνίας και Ρουμπίκ – ΝΑ της Σκόδρας – των ναών στο Βάου-ι-Ντέγιες, επίσης της Σκόδρας, στο Μάλιγκραντ, νησάκι της μεγάλης Πρέσπας, και του κάστρου του Βερατίου.
   Η ζωγραφική τεχνοτροπία παρουσιάζει τοπικές, βυζαντινές αλλά και δυτικές επιδράσεις. Εντονότερη εμφανίζεται η στροφή προς τα αρχαιοκλασικά πρότυπα στις τοιχογραφίες της τράπεζας της Μονής Απολλωνίας (τέλος ΙΓ’ αι., αρχές ΙΔ’ αι.), που διακρίνονται για το υψηλό καλλιτεχνικό τους επίπεδο (π.χ. η προσευχή στη Γεσθημανή).

   Έξοχες τοιχογραφίες ανώνυμου ζωγράφου του ΙΔ’ αι. διατηρούνται στο εξωτερικό και εσωτερικό του ναού στο νησί Μάλιγραντ της μεγάλης Πρέσπας (1345-1369).

Μεταβυζαντινή περίοδος

   Αξιοποιώντας με τρόπο μεγαλοφυή όλες τις προηγούμενες παραδόσεις, ο Ονούφριος ο Νεοκαστρίτης από το Ελμπασάν αναδεικνύεται τον ΙΣΤ’ αι. ο σημαντικότερος ζωγράφος της Αλβανίας. Από το έργο του διασώθηκαν οι εικόνες του εικονοστασίου των ναών Ευαγγελιστρίας και Αγίου Δημητρίου στο κάστρο του Βερατίου και οι τοιχογραφίες στον Άγιο Νικόλαο, Σέλτσαν και στους Αγίους Θεοδώρους Βερατίου. 

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

και οι τέσσερις Ευαγγελιστές
Έργο του ΙΣΤ’ αι.,
έργο του Ονούφριου Νεοκαστρίτη
από το Ελμπασάν.
Βημόθυρα από τον Ι. Ναό της
Ευαγγελίστριας στο Βεράτιο.
Σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών

του Μεσαίωνα στην Κορυτσά.

Ο μεγάλος καλλιτέχνης κινείται στη βυζαντινή παράδοση, αλλά αφομοιώνει δημιουργικά επιτεύγματα της δυτικής τέχνης της εποχής του.

   Στα έργα του Ονουφρίου εντυπωσιάζουν ο αρμονικός συνδυασμός ζεστών χρωμάτων με ισχυρούς τόνους και διαφάνεια, η μεταλλαγή των παραδοσιακών κανόνων, η ψυχολογική ένταση των προσώπων, η αντίθεση φωτός-σκιάς και το έντονο δραματικό στοιχείο που διαπνέει τις τοιχογραφίες του.
   Η καλλιτεχνική πνοή του Ονούφριου δημιουργεί μια αγιογραφική σχολή στην Αλβανία, που θα την ονομάζαμε «Σχολή του Βερατίου». Όσοι ακολούθησαν, ο γιος του Νικόλαος, ο Ιωάννης, συνεργάτης του τελευταίου, αργότερα ο Ονούφριος ο Κυπριώτης και άλλοι ανώνυμοι που αγιογράφησαν ναούς σε διάφορες περιοχές της Αλβανίας, είναι έντονα επηρεασμένοι από αυτόν, χωρίς να φθάνουν το ύψος του.
   Τον ΙΖ’ αι. συνεχίζεται η καλλιτεχνική δημιουργία και πολλοί ναοί διακοσμούνται με φορητές εικόνες και τοιχογραφίες – περιοχή Βερατίου, χωριά της Μουζακιάς, Μοσχόπολη, Βιθκούκι, Λουμπόνια, Πόσταιναν, Ράντοβο, Λουντζηριά.
   Ο Ονούφριος Κυπριώτης αγιογραφεί (1622) τον Ναό της Παναγίας στη Βραχογοραντζή, με ήρεμο, ισορροπημένο τρόπο, που δείχνει ταλαντούχο καλλιτέχνη, που δεν συγκινεί όμως έντονα όπως ο συνώνυμός του.
   Τοιχογραφίες με ελληνικές υπογραφές διασώζουν ονόματα αρκετών αγιογράφων, όπως των Μιχαήλ Λινοτόπι και του συντρόφου του Νικόλα, στον Προφήτη Ηλία Στεγοπόλεως (1653), Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Γραμόζη, Μιχαήλ Ζέρμα. Πολλοί ναοί αγιογραφήθηκαν από ανωνύμους, όπως η μονή Αγ. Ιωάννη Προδρόμου Μοσχοπόλεως (1659).
   Από τους εντοπίους αγιογράφους του ΙΗ’ και ΙΘ’ αι. διακρίνονται οι: Δαβίδ Σελενίτσα από τη Σελενίτσα Κολώνιας, Κωνσταντίνος Σπαταράκος από τη Σπαθία, Κωνσταντίνος και Αθανάσιος Ζωγράφος από την Κορυτσά, μαζί με γιους και εγγονούς, Γεώργιος και Ιωάννης Τσετίρη από την Γκραμπόβα μαζί με γιους και εγγονούς, Νικόλα Γκούγκα από τα χωριά της Μουζακιάς.
   Έτσι, μετά τη «Σχολή του Βερατίου» των ΙΣΤ’ – ΙΖ’ αι., θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για ομάδα αγιογράφων της «Σχολής Κορυτσάς», των ΙΗ’ – ΙΘ’ αι. Στους καλλιτέχνες αυτούς είναι φανερές οι επιδράσεις της ζωγραφικής του Αγίου Όρους, αλλά και της δυτικής τεχνοτροπίας.
   Στα έργα των Κορυτσαίων Κωνσταντίνου και Αθανασίου Ζωγράφου (μέσα ΙΗ’ αι.) παρατηρούνται και τάσεις μπαρόκ, οι προσωπογραφίες είναι πιο πλαστικές, αφθονούν τα εθνογραφικά στοιχεία.

    Εκφραστικά φανερώνεται ο πλούτος των μεταβυζαντινών τοιχογραφιών στους 7 σωζόμενους ναούς της Μοσχοπόλεως. Ιδιαίτερα στους τοίχους του Αγίου Νικολάου, που «ιστόρησε» ο Δαβίδ Σελενίτσα (1726), συναντούμε 2000 μορφές σε ποικιλία συνθέσεων. Στα έργα του εντύπωση προξενούν τα χρώματα, η λακωνική σύνθεση, η ρεαλιστική του διάθεση, το ενδιαφέρον για το περιβάλλον και την προοπτική, η προσπάθεια να γίνουν οι άγιοι οικείοι στο εκκλησίασμα (π.χ. η μορφή του αρχιδιακόνου Στεφάνου).  

Η Πλατυτέρα
έργο των Μιχαήλ και Νικολάου,
Ι.Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου,

Ζερβάτ, Αργυρόκαστρο.

Ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες σώζονται και σε άλλες περιοχές, π.χ. μονής Αγίας Τριάδος Πέπελης, που εικονογραφήθηκε από τον Αδάμη Θεοτόκη (1754), Παναγίας Πέτσας (1770), Αγ. Σπυρίδωνος, Βουνό (τέλος ΙΗ’ αι.).

   Την ίδια εποχή αγιογραφήθηκαν πολλοί ναοί στη Μουζακιά, όπως Αγ. Γεωργίου στο Λιμπόφς (1782) από τον Κορυτσαίο Κωνσταντίνο και τον γιο του Τέρπο, Αγ. Νικολάου στο Βανάϊ (1795) και Αγ. Αθανασίου Καραβαστά (1797) από τους αδελφούς Γεώργιο και Ιωάννη Τσετίρη.
    Στις αρχές του ΙΘ’ αι. ο Ιωάννης Τσετίρη και ο ανηψιός του Νικόλαος αγιογραφούν τον Ναό Αγίου Γεωργίου στη Στρούμα· ο Νικόλαος Τσετίρη τον Ναό Αγίου Νικολάου στη Κρούτια (1811)· ο Ιωάννης Τσετίρη και ο γιος του, Ναούμ, τον Άγιο Νικόλαο στο Τόσκεζ, (1813). O Ιωάννης και ο ανιψιός του, Νικόλαος, (1801) τον Άγιο Θεόδωρο στο Κατιπασάι. Μεθοδική έρευνα ίσως προσδιόριζε και μια τρίτη τάση αγιογραφίας, τη «Σχολή Μουζακιάς».
   Ιστορικά βιβλία παλαιοτέρων εποχών περιγράφουν πολύτιμα κειμήλια μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής, κεντητικής.
   Από αυτή την εκκλησιαστική καλλιτεχνική δημιουργία, σώζονται αρκετά έργα ξυλογλυπτικής: εικονοστάσια, άμβωνες, δεσποτικά, επιτροπικά (τέμπλα Κορυτσάς, Μοσχοπόλεως, Αρδενίτσας, Λάμποβου, Αργυροκάστρου, Λιμπόφς, Βερατίου, Ελμπασάν, Λεούσας, Λασόβας, Σωπικής, Βiθκούκι), αργυροχοϊας, μεταλλουργίας (ιερά σκεύη, καλύμματα Ευαγγελίων), κεντητικής, (π.χ ο Επιτάφιος της Γλαβενίτσας). Αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί.

 

*  *  *

   Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας δείχνει έμπρακτο ενδιαφέρον για την έρευνα, την καταγραφή και αναστήλωση των διασωθέντων ορθοδόξων μνημείων.
   Πάρα πολλοί ναοί και μονές, κυρίως σε απομονωμένες ορεινές περιοχές, με πλούτο τοιχογραφιών υπό την απειλή του χρόνου και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, αναμένουν μελετητές και αναστηλωτές.

   Τα πολύτιμα ορθόδοξα κειμήλια της τέχνης της δυτικής αυτής ακριτικής περιοχής του Βυζαντίου και αργότερα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσα δεν λεηλατήθηκαν από διάφορους κατά καιρούς επιδρομείς, παραμένουν πολιτιστικός πλούτος της Αλβανίας αλλά και, γενικότερα, σημαντικά μνημεία της βαλκανικής και της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Γιαννουλάτος Aναστάσιος, “Εκκλησία της Αλβανίας: Ιστορική – Πνευματική Παράδοση. Τέχνη” εκδόθηκε με μερικές συντομίες από τον εκδότη, στο βιβλίο Χριστόπουλος Γεώργιος Α., Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. 2000 Χρόνια, Ιστορία Μνημεία • Τέχνη, Β΄ Τόμος – Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000.