ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ, ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ, ΣΤΗΝ ΠΡΕΒΕΖΑ
(Μετά από πρόταση, προ ημερησίας διατάξεως, στο Δημοτικό Συμβούλιο τον Μάρτιο του 2017, του επί κεφαλής της μείζονος αντιπολιτεύσεως του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Δημ. Παππά).
Η πόλη μας έχει την μεγάλη τιμή και χαρά να υποδεχθεί μια ξεχωριστή πνευματική προσωπικότητα με παγκόσμια ακτινοβολία και ταυτόχρονα να πλημυρίσει από υπερηφάνεια, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι κατά το ήμισυ Πρεβεζάνος. Ως γνωστόν, ο Μακαριώτατος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1929. Ο πατέρας του, Γεράσιμος Γιαννουλάτος, γεννήθηκε στην Λευκάδα, όπου είχε πάει ο παππούς του (από τον πατέρα του) Στέλιος Γιαννουλάτος από την Άσσο Κεφαλλονιάς. Η μητέρα του Ρωξάνη το γένος Μαλτέζου ήταν Πρεβεζάνα. Για την μητέρα του ο Μακαριώτατος, σε συνέντευξή του στις 3/1/13, είπε: «Όταν επρόκειτο να έρθω στον κόσμο, η μητέρα μου δεν έπαυε να είναι σε προσευχή και σε ελπίδα, γιατί κινδύνευε πάρα πολύ από την εγκυμοσύνη. Μάλιστα της είχαν πει ότι δεν θα μπορέσει να θηλάσει το μωρό κι όπως μου έλεγε αργότερα, με θήλαζε για πολύ καιρό, γιατί ήμασταν και φτωχοί τότε, αλλά πολύ αγαπημένοι ως οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν το πιο σημαντικό πρόσωπο στην ζωή μου. Συνήθως ο πατέρας έλειπε καιρό από το σπίτι. Έζησε πάρα πολύ, ως τα 90 της και ήταν πάντα κοντά μου. Δεν μπόρεσα να την ευχαριστήσω όσο θα ήθελα».
Αποφοίτησε από το Β’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών το 1947 με βαθμό 19 και 9/11. Αριστεύει και πρωτεύει στις εισαγωγικές εξετάσεις της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών και λαμβάνει το πτυχίο του το 1952 με βαθμό Άριστα (9,53). Υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία και αναδεικνύεται αρχηγός των Σχολών Εφέδρων Αξιωματικών Ειδικοτήτων Σύρου και Διαβιβάσεων Χαϊδαρίου. Μετά την απόλυσή του παρακολουθεί μαθήματα Ομιλητικής και Δημοσιογραφίας.
Έξι χρόνια μετά την ορκωμοσία του ως Θεολόγος, αφιερώνεται στο ιδανικό της αναζωπυρώσεως της Ορθοδόξου Eξωτερικής Ιεραποστολής, δηλαδή στο άνοιγμα των οριζόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς την οικουμένη. Το 1965 με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) έγινε δεκτός από την Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου του Αμβούργου και ταυτόχρονα από την Missionsakademie για μεταπτυχιακές σπουδές. Το μεταπτυχιακό του έργο αφορά στην μελέτη του αφρικανικού συμβολισμού σε συσχετισμό με την ορθόδοξη συμβολική παράδοση. Η υψηλή ποιότητα του έργου του είχε ως αποτέλεσμα να προσκληθεί από το κατ’ εξοχήν κέντρο θρησκειολογικών σπουδών της Γερμανίας, το Παν/μιο του Μαρβούργου, όπου επί 4 έτη παρακολουθεί μαθήματα στην Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή. Με ένθερμες συστάσεις των καθηγητών του και του καθηγητή E.W. Gensichen, του Παν/μίου της Χαιδελβέργης, λαμβάνει την διακεκριμένη υποτροφία ερευνών του Ιδρύματος Alexander von Humboldt. Παράλληλα με την Θρησκειολογία, σπουδάζει Αφρικανολογία και Εθνολογία.
Το 1967 διενεργεί θρησκειολογική έρευνα στην Ουγκάντα με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Alexander von Humboldt. Μελετά το φαινόμενο της αφρικανικής πνευματοληψίας και ταυτόχρονα προσκαλείται από την Εκκλησία της Ελλάδος να αναλάβει μητροπολιτική έδρα, αλλά προτιμά να ολοκληρώσει την έρευνά του στην Γερμανία.
Η έρευνα για την διδακτορική του διατριβή ολοκληρώθηκε στην Γερμανία και στην Ανατολική Αφρική και εν συνεχεία η διατριβή του υποβλήθηκε στην Θεολογική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών (επειδή το διδακτορικό δίπλωμα ετεροδόξων Θεολογικών Σχολών δεν αναγνωρίζεται από τις Ελληνικές Ορθόδοξες Σχολές), όπου έγινε ομόφωνα δεκτή με βαθμό Άριστα. Το θέμα της διατριβής του ήταν: «Τα πνεύματα μ’ μπάν’ ντονα και τα πλαίσια της λατρείας των – Θρησκειολογική διερεύνηση πλευρών της αφρικανικής θρησκείας».
Η διατριβή αυτή έτυχε πολλών επαινετικών σχολίων. Ο καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων Λ. Φιλιππίδης έκρινε ότι «χωρίς αμφιβολία αντιπροσωπεύει μια μοναδική στο είδος της συμβολή στην Θρησκειολογία», ενώ ο καθηγητής Αθ. Χαστούπης, αναλύοντας την διατριβή, καταλήγει : «Το γενικό συμπέρασμα όπερ αφ’ εαυτού συνάγεται εκ της προσεκτικής μελέτης της υπό κρίσιν διατριβής είναι ότι αυτή αποτελεί άρτιον και εξόχως επιμελημένον έργον, διακρινόμενον από πρωτοτυπία, μεθοδικότητα, συστηματικότητα και χρηστότητα των πηγών. Ο υποψήφιος έλαβεν ως θέμα δυσεξιχνίαστον και εκ πρώτης όψεως άχαριν πλευράν της αφρικανικής θρησκευτικότητας και παρουσίασε τα μάλιστα διαυγή και ελκυστικήν πραγματείαν, αποδεικνύων ούτω τον ικανόν θρησκειολογικόν καταρτισμόν του και την ευχρηστίαν των πνευματικών του εφοδίων». Το 1975 ο ακαδημαϊκός – καθηγητής Κ. Μπόνης σε βιβλιοκρισία, που δημοσίευσε στο περιοδικό «Θεολογία», σημειώνει: «Ως γνωστόν, ο Θεοφιλέστατος είναι εν Ελλάδι ο σκαπανεύς της μελέτης των αφρικανικών θρησκειών, εγκαινιάσας την υψηλής ποιότητος προσφοράν του δια της υποβληθείσης εις την Θεολογικήν Σχολήν του Παν/μίου Αθηνών αρίστης, κατά κοινήν ομολογίαν, θρησκειολογικής διατριβής του».
Μελετά το έργο των διαφόρων ετεροδόξων ιεραποστολών, ταξιδεύοντας διαρκώς. Με αφετηρία την Ευρώπη, εξορμά στις πηγές πληροφόρησης της Αμερικής και Αφρικής. Πηγαίνει στην ζούγκλα του νοτίου Μεξικού και εκεί, κοντά σε αμερικανούς γλωσσολόγους αφιερωμένους στην μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε γλώσσες των Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής, μελετά τις φυλές αυτές.
Στην Ουγκάντα μελετά την παραδοσιακή λατρεία των φυλών μπαντού. Αργότερα, ανάλογες μελέτες κάνει στην Κένυα, στην Νιγηρία (1973), στο Καμερούν (1977), στην Γκάνα (1983), στην Ουγκάντα και Τανζανία (1981-1990). Επιθυμεί να εγγίζει την γνώση όχι από τα βιβλία, αλλά εκεί όπου παράγεται. Όπως λέει, «η σπουδή ενός ζωντανού και συνεχώς εξελισσόμενου φαινομένου, όπως η Θρησκεία, πρέπει να συνδυάζεται με την παρακολούθηση της εξελισσόμενης πραγματικότητας». Στρέφεται, λοιπόν, στην πηγή των μεγάλων θρησκειών, την Ασία, επισκεπτόμενος την Ινδία, όπου μελετά τον Βουδισμό. Εν συνεχεία, γνωρίζει από κοντά τον Μαχαγιάνα Βουδισμό στην Κορέα, Ιαπωνία και Κίνα και τον Χιναγιάνα Βουδισμό στην Ταϋλάνδη και στην Κεϋλάνη. Είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ιερωμένος που επισκέφθηκε την Κίνα, μετά την επικράτηση του Μαοϊσμού. Ακούραστος ερευνητής προχωρεί στην μελέτη του Ταοϊσμού και του Κομφουκιανισμού στην Σιγκαπούρη, Ταϊπέι και Χονγκ Κονγκ.
Το Ισλάμ είναι ένα διαφορετικό πεδίο έρευνάς του. Επανειλημμένα ταξίδια στον Λίβανο, την Συρία , την Ιορδανία, την Αίγυπτο, την Τουρκία, το Πακιστάν, την Περσία και την Δυτική Αφρική του δίνουν την ευκαιρία να έλθει σε άμεση επαφή με το σιιτικό Ισλάμ.
Οι θρησκειολογικές μελέτες και οι πλούσιες θρησκευτικές εμπειρίες τού Μακαριωτάτου τού επέτρεψαν να κινηθεί ως θρησκειολόγος στην θεώρηση και αντιμετώπιση μεγάλων προβλημάτων, όχι με απλές ιστορικές περιγραφές και αναλύσεις, αλλά με έναν βαθύτερο προσωπικό στοχασμό. Ταυτόχρονα, η έρευνά του στα κέντρα λατρείας, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση των λατρευτικών σκηνών, την ηχογράφηση της θρησκευτικής μουσικής και την μελέτη των θρησκευτικών αντικειμένων και άλλων πηγών πληροφόρησης, απέδωσε πλούσιους καρπούς με την σύνθεση ενός ογκώδους συγγραφικού έργου. Το έργο αυτό αποτελείται από μερικές εκατοντάδες συγγραμμάτων, πραγματειών και μελετημάτων ποιμαντικών κειμένων και θεολογικών σχολίων σε ένα πλήθος διεθνών, εγκύρων επιστημονικών περιοδικών και εκδόσεων. Πιο συγκεκριμένα, το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πρωτότυπες μονογραφίες σχετικές με την αφρικανική θρησκευτικότητα, συνθετικά έργα για κεντρικά θέματα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων, συνοπτικά θρησκειολογικά κείμενα για διευκόλυνση του μελλοντικού έργου των φοιτητών του στα Λύκεια, πραγματείες, μελετήματα και άρθρα για την ανάπτυξη και έρευνα της Θεολογίας και Πράξεις της Ορθοδόξου Εξωτερικής Ιεραποστολής.
Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται εκδοτικές πρωτοβουλίες με τις οποίες εγκαινιάζει νέους τύπους θεολογικών και θρησκευτικών εκδόσεων. Συνεργάζεται ως σύμβουλος, μέλος ή editor με συντακτικές επιτροπές εκδόσεως επιστημονικών περιοδικών, όπως το International Bulletin of Missionary Research και το International Review of Mission. Το έργο του εμφανίζεται συχνά μεταφραζόμενο στην αγγλική, γαλλική, γερμανική, ρουμανική, ολλανδική και σουηδική γλώσσα, ενώ ειδικές λειτουργικές εκδόσεις δημοσιεύονται, για τις ανάγκες των ορθοδόξων ιεραποστολικών πυρήνων της Αφρικής, σε τρείς αφρικανικές γλώσσες (σουαχίλι, κικούγιου και νουγκάντα).Το πλούσιο και εξαιρετικής ποιότητας συγγραφικό του έργο προκαλεί διεθνές ενδιαφέρον και αποσπά ευμενέστατα σχόλια διαπρεπών επιστημόνων και εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, όπως και δεκάδων επιστημονικών περιοδικών.
Ως συγγραφεύς ενός πλουσιοτάτου έργου, ο Μακαριώτατος χαρακτηρίζεται από ευχέρεια στην ανάλυση και σύνθεση θεμάτων ευρείας προβληματικής, βασιζόμενος σε μια σύγχρονη κριτική και επιστημονική αντίληψη που επιδιώκει όχι μόνο να πληροφορήσει αντικειμενικά αλλά και να μορφώσει. Κατορθώνει να συνδυάσει την διεισδυτικότητα και το κριτικό πνεύμα του μεθοδικού ερευνητή με την αίσθηση της ευθύνης τού Ορθοδόξου Θεολόγου έναντι των θρησκευτικών αναζητήσεων της ανθρωπότητας. Απελευθερώνοντας μεγάλο μέρος του συγγραφικού του έργου από τα δεσμά της ακαδημαϊκής εξειδίκευσης, περνά σε ευρύτερους χώρους, καθιστώντας τον αναγνώστη κοινωνό και ακόλουθο της πορείας της Εκκλησίας στην μετάδοση και προσφορά στον κόσμο του Θείου Μηνύματος. Τα πονήματά του κοσμούνται από ενδελεχή διαπραγμάτευση, εύστοχο διατύπωση, αυστηρά δομή της σκέψεως, κριτική οξυδέρκεια, ιστορική αίσθηση, εξονυχιστική αξιολόγηση και ανάκριση των πηγών, μεθοδικότητα και απουσία σκοτεινών και ακαταλήπτων διατυπώσεων, αυστηρά πειθάρχηση του πλούσιου υλικού και τέλος από επιστημονική ευαισθησία και ωριμότητα. Ας σημειωθεί ότι ο Μακαριώτατος, για αμεσότερη επαφή με τις πηγές πληροφόρησης της έρευνάς του, έχει μελετήσει και αξιοποιήσει εκτός της αρχαίας ελληνικής, λατινικής και εβραϊκής γλώσσας και την γαλλική, γερμανική, αγγλική, ιταλική, ισπανική, ρωσική, αλβανική και δύο αφρικανικές γλώσσες την γκάλλα και σουαχίλι.
Από το 1959 ο Μακαριώτατος μετέχει ενεργά σε πολυάριθμα διεθνή συνέδρια, διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές συσκέψεις, εκπροσωπώντας την Εκκλησία ή την Επιστήμη σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Έχει δώσει διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστημιακά κέντρα του εξωτερικού, σχετικά με την σύγχρονη χριστιανική σκέψη, τον διαθρησκειακό διάλογο, την παγκόσμια αλληλεγγύη και ειρήνη. Υπήρξε μέλος του World Economic Forum (Davos, 2003), Αντιπρόεδρος της Conference of European Churches (2003-2009) και Επίτιμος Πρόεδρος της «Παγκόσμιας Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη» (2006).
Το 1976 εκλέγεται παμψηφεί καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών, ενώ την περίοδο 1983-1986 χρημάτισε Κοσμήτωρ της ίδιας Σχολής. Τις περιόδους 1978-79 και 1983-86 ήταν Αντιπρόεδρος Εφορείας Παν/κής Λέσχης, την περίοδο 1986-90 ήταν μέλος της Επιτροπής Ερευνών και την περίοδο 1983-86 ήταν Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας-Κοινωνιολογίας του Τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών. Στην εισηγητική τους έκθεση, για την εκλογή του στην καθηγητική βαθμίδα, οι καθηγητές Σάβ. Αγουρίδης, Νικ. Νησιώτης και Νικ. Μπρατσιώτης αναφερόμενοι στο έργο του υποψηφίου «Προς παγκόσμιον κοινότητα», έγραψαν μεταξύ άλλων: «Το πρόβλημα της δημιουργίας μιας παγκοσμίου κοινότητας απασχολεί σήμερον εγκοσμίους οργανισμούς, τας θρησκείας και την Χριστιανικήν Εκκλησίαν. Ο υποψήφιος δεν περιορίζεται εις στείραν κριτικήν των προτεινομένων λύσεων, αλλά αναλύει από χριστιανικής και δη ορθοδόξου σκοπιάς την τριαδολογικήν, ανθρωπολογικήν και εσχατολογικήν αφετηρίαν της αναζητήσεως μιας τοιαύτης ενότητος. Ορθώς παρατηρείται ότι εν τη συνεργασία μετά των άλλων θρησκειών, προς πραγματοποίησιν του ιδανικού της παγκοσμίου κοινότητας, η διάκρισις μεταξύ θρησκευτικών συστημάτων και ανηκόντων εις αυτά ανθρώπων είναι αναγκαία».
Παράλληλα με την λαμπρή πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία, ο Μακαριώτατος διακονεί την Εκκλησία με τον δικό του συγκλονιστικό τρόπο. Ιεροκήρυκας με μεγάλη προσφορά πνευματικής εργασίας στους νέους και αρχηγός φοιτητικών κατασκηνώσεων και ιεραποστολικών προσπαθειών σε ακριτικές περιοχές (1954 -60). Με εντολή της Εκκλησίας της Ελλάδος συνέγραψε τα βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Μέσα Κατηχητικά Σχολεία της Εκκλησίας της Ελλάδος (1960-62). Το 1960 χειροτονείται Διάκονος και το 1961 ιδρύει το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες». Το 1964 χειροτονείται Πρεσβύτερος και συγχρόνως λαμβάνει το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Την περίοδο 1971-75 ανέλαβε την οργάνωση και διεύθυνση του «Διορθοδόξου Κέντρου Αθηνών της Εκκλησίας της Ελλάδος». Το 1972 εκλέγεται παμψηφεί, υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Τιτουλάριος Επίσκοπος Ανδρούσης και την περίοδο 1977-85 υπήρξε μέλος του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την δεκαετία 1981-1991, ως Τοποτηρητής της Ιεράς Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως – Ανατολικής Αφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), με την οικονομική βοήθεια της Εκκλησίας της Κύπρου, ίδρυσε και οργάνωσε την Ορθόδοξη Πατριαρχική Σχολή «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ′», για την εκπαίδευση αφρικανών κληρικών, την οποία διηύθυνε επί δεκαετία. Την περίοδο αυτή χειροτόνησε 62 αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες- κατηχητές προερχόμενοι από 8 αφρικανικές φυλές. Συγχρόνως, προώθησε μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Το έργο του είναι τεράστιο και καλύπτει οργανωτικές προσπάθειες ιδρύσεως ιεραποστολικών μητροπόλεων σε τροπικές, υγρές, αφρικανικές χώρες περί τον Ισημερινό, με υπερδιακοσίους πυρήνες και ορθόδοξες ενορίες και την ανέγερση δεκάδων ναών. Ταυτόχρονα, φροντίζει για την ίδρυση σχολείων και ιατρικών σταθμών.
Ο Μακαριώτατος με το έργο και την δραστηριότητά του προβάλλει την σθεναρή θεολογική άποψη ότι η Ιεραποστολή αποτελεί στις διάφορες μορφές της ενιαία «μαρτυρία» της «Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». Υποστηρίζει ότι στην εποχή μας επιβάλλεται η ανάπτυξη διορθοδόξου δράσεως. Κάνει πράξη το πιστεύω του, επιδιώκοντας καθημερινά την αρμονική συνεργασία ορθοδόξων διαφόρου καταγωγής, εθνικότητας, φύλου και ηλικίας. Μαζί του συνεργάζονται επιστήμονες, κληρικοί, θεολόγοι και στελέχη απ’ όλον τον κόσμο.
Η παγκοσμιότητα του έργου του προβάλλει ανάγλυφα και από την διεθνή διεκκλησιαστική του δραστηριότητα. Υπήρξε μέλος της «Διεθνούς Επιτροπής για Ιεραποστολικές Μελέτες» του Π.Σ.Ε. (1963-69), Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Νεολαίας «Σύνδεσμος» (1964-77), Γραμματεύς για την «Ιεραποστολική έρευνα και τις σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» στην Γενική Γραμματεία του Π.Σ.Ε. (Γενεύη 1969-71), μέλος της «Διαχριστιανικής Επιτροπής» του Π.Σ.Ε. για τον διάλογο με άλλες Θρησκείες και Ιδεολογίες (1975-83), Πρόεδρος της «Επιτροπής για την Παγκόσμιο Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό» από το 1984 (μετά την ΣΤ′ Γεν. Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Βανκούβερ του Καναδά, 1983), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. (1998-06) και της Επιτροπής «Πίστις και Τάξις» (2000-06), μέλος του European Council of Religious Leaders / Religions for Peace (2001) και Council of 100, ενώ έλαβε μέρος στις συνελεύσεις Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (Μεξικό 1963, Μπανγκόκ 1973, Μελβούρνη 1980, Σαν Αντόνιο 1989) και στις συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. [(Ουψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρα 1991, Χαράρε 1998 (Ζιμπάμπουε), Πόρτο Αλέγκρε 2006 (Βραζιλία)].
Στις 16/12/1985 ο Πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών Νικ. Νησιώτης, αναφερόμενος στον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, είπε: «Πρόκειται για μια εξέχουσα ελληνική παρουσία και μαρτυρία διεθνώς, που τιμά την πατρίδα μας και την Θεολογική Σχολή. Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος αποτελεί τίτλο τιμής για την Ελληνική Ορθοδοξία και το Παν/μιο Αθηνών». Απονέμοντας στον Αναστάσιο Γιαννουλάτο το αργυρούν μετάλλιον της Ακαδημίας Αθηνών (1987), ο Γεν. Γραμματεύς της Μεν. Παλλάντιος, ανέφερε: «Υπήρξε εμπνευστής και πρωτοπόρος της χριστιανικής ιεραποστολικής θεολογίας και δράσεως στην Αφρική. Αποτελεί την ψυχήν της ιεραποστολικής κινήσεως… αφύπνισε το ιεραποστολικό ενδιαφέρον στον ελλαδικό χώρο… Είναι αδύνατον μέσα σε λίγες γραμμές να περιγραφεί η δραστηριότητα τού Επισκόπου Ανδρούσης, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο, όταν η φήμη τού οραματιστού αυτού έχει τόσο εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον ορθόδοξο χριστιανικό χώρο».
Και ενώ όλα αυτά τα υπέροχα και υπερβατικά χαρακτηρίζουν το επιστημονικό και ιεραποστολικό έργο του Μακαριωτάτου, ταυτόχρονα εξελίσσεται και πολυσχιδής κοινωνική δράση. Έτσι, διετέλεσε: ─ Πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως του Κυπριακού Αγώνος» του Παν/μίου Αθηνών (1975-84) . . ─ Εντεταλμένος Σύμβουλος του Δ.Σ. της Ανωτέρας Σχολής Κοινωνικής Εργασίας- Διακονισσών (1977-84). ─ Μέλος του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως του ΥΠΕΠΘ (1977-82). ─ Μέλος του Δ.Σ. του Κέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978- 82). ─ Μέλος της Επιτροπής Υποτροφιών Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1978-94). ─ Μέλος του Δ.Σ. της «Επιτροπής για την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου (1985-91). ─ Μέλος του Δ.Σ. του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1994 εξ). ─ Εταίρος της « εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» (1994).
Είπε, μεταξύ άλλων, σε ομιλία του ο Μακαριώτατος: «Στις αρχές του 1991, η Ι.Σ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε την πρωτοβουλία να μου αναθέσει να έρθω στην Αλβανία ως Πατριαρχικός Έξαρχος για να διερευνήσω τι έχει απομείνει από την αθεϊστική λαίλαπα. Ήταν Ιούλιος του 1991, όταν φθάσαμε με δύο συνοδούς στο αεροδρόμιο των Τιράνων. Μας υποδέχθηκε μια μικρή ομάδα ηλικιωμένων ανθρώπων, ταλαιπωρημένων από τον αδυσώπητο διωγμό. Από εκεί κατευθυνθήκαμε προς τον ερειπωμένο Ναό του Ευαγγελισμού. Από την πρώτη στιγμή θέλησα να προσδιορίσω το συστατικό μήνυμα της αποστολής μου. Ζήτησα να πάρουν όλοι από ένα κερί και ρώτησα πώς λένε στα αλβανικά το «Χριστός Ανέστη». Άναψα ένα κερί αναβοώντας στα αλβανικά Χριστός Ανέστη. Το ένα μετά το άλλο άναψαν τα κεριά των λίγων πιστών που αποκρίθηκαν με δάκρυα στα μάτια «Αληθώς Ανέστη». Έκτοτε το Χριστός Ανέστη έγινε το σύνθημα με το οποίο πορευθήκαμε μέχρι σήμερα. Χάρισε φως στο μελαγχολικό φθινόπωρο και την παγερή βαρυχειμωνιά που ακολούθησαν. Και κυριαρχεί στην πνευματική άνοιξη που τελικά μας χάρισε ο Θεός. Η Ανάσταση του Χριστού έγινε το εκφραστικότερο σύμβολο της Εκκλησίας μας».
Τον Ιούνιο του 1992, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πόλεως του ανέθεσε την πολύ δύσκολη αποστολή της αναστηλώσεως εκ των ερειπίων τής Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία είχε πλήρως καταρρεύσει έπειτα από 46 έτη διωγμών από το μοναδικό αθεϊστικό κράτος της υφηλίου. Η ανάδειξή του σε Αρχιεπίσκοπο Τιράνων και πάσης Αλβανίας αποτελεί την κορύφωση του εκκλησιαστικού του έργου, αφού έκτοτε επιδίδεται σε έναν τιτάνιο αγώνα, με άπειρες προσωπικές θυσίες, καθοδηγούμενος, όμως, από την Θεία του Θεού Σοφία.
Σε διάστημα ολίγων ετών ανασυστάθηκε η βασική οργανωτική δομή της Εκκλησίας της Αλβανίας, συγκροτώντας περισσότερες από 460 ορθόδοξες ενορίες. Για την εκκλησιαστική εκπαίδευση Ίδρυσε την Ανώτερη Θεολογική-Ιερατική Σχολή «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Τίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σούκθ-Δυρράχιο (2007) και την Σχολή Βυζαντινής Μουσικής στα Τίρανα (2012), τα οποία λειτουργούν με οικοτροφεία σε ιδιόκτητα συγκροτήματα. Ίδρυσε 50 κέντρα νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Μόρφωσε και χειροτόνησε 168 νέους κληρικούς. Φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας και μερίμνησε για την ανέγερση εκ θεμελίων 150 νέων ναών, την αναστήλωση 60 ναών και μοναστηριών και την επισκευή περισσότερων από 160 πολιτιστικών κέντρων και ναών. Έχουν οικοδομηθεί, αγοραστεί και ανακαινισθεί περισσότερα από 70 κτήρια που στεγάζουν νηπιαγωγεία, σχολεία, κέντρα νεότητας, κέντρα υγείας, μητροπολιτικές έδρες, ξενώνες, συσσίτια για τους φτωχούς κ.ά. Συνολικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία προσέθεσε στο δυναμικό της περίπου 450 κτήρια.
Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο Μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων). Ανέπτυξε φιλανθρωπική δράση με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού και φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα Ngjallia (Ανάστασις), το παιδικό περιοδικό Gezoho (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodox in Albania» και ραδιοφωνικό σταθμό. Μερίμνησε για την δημιουργία εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, ξυλουργείο, αγιογραφίας και αποκατάστασης εικόνων) και αγωνίστηκε και εξακολουθεί να αγωνίζεται διεκδικώντας την εκκλησιαστική περιουσία.
Το 1994 ίδρυσε στα Τίρανα την πρώτη κλινική «Άγιος Λουκάς» και από το 1999 το Διαγνωστικό Κέντρο «Ευαγγελισμός», με 6 ορόφους, υπερσύγχρονο εξοπλισμό, που παρέχει ιατρικές υπηρεσίες σε 24 ειδικότητες και 3 πολυϊατρεία σε άλλες πόλεις. Το 2011 άρχισε να λειτουργεί σε ιδιόκτητο κτήριο , το Οφθαλμολογικό και Ωτορινολαρυγγολογικό Κέντρο με τον πλέον σύγχρονο ιατρικό εξοπλισμό, ενώ κινητή οδοντιατρική μονάδα προσφέρει υπηρεσίες (κυρίως σε παιδιά) σε πόλεις και χωριά.
Το 1998 συγκροτήθηκε η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας με 8 Μητροπόλεις.
Ίδρυσε το πρώτο στην Αλβανία Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης με 6 ειδικότητες στα Τίρανα και 4 στο Αργυρόκαστρο, Επαγγελματικό Λύκειο στον Μεσοπόταμο, 3 Δημοτικά Σχολεία – δίγλωσσα στα Τίρανα, Δυρράχιο και Αργυρόκαστρο, Οικοτροφείο μαθητριών Λυκείου στο Βουλιαράτι, 17 Νηπιαγωγεία σε διάφορες πόλεις και το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο «Λόγος» στα Τίρανα, που λειτουργεί με ιατρικές επιστήμες και επεκτείνεται σε ανθρωπιστικές. Σύμφωνα με τον Μακαριώτατο «αυτό θέλει προσπάθεια για να είμαστε σε standards που αντέχουν στον διεθνή έλεγχο».
Με πρωτοβουλία του Μακαριωτάτου δημιουργήθηκε ένα οργανωμένο στρατιωτικό νεκροταφείο δίπλα στον Ναό της Αναστάσεως στην Κλεισούρα, προκειμένου να ενταφιαστούν τα οστά 280 στρατιωτών μας που στοιβάζονται σε οστεοθήκες στον γυναικωνίτη του ναού, χωρίς όμως μέχρι τώρα η αλβανική κυβέρνηση να έχει δώσει άδεια για τον ενταφιασμό των οστών. Στις 1/6/14 εγκαινιάσθηκε με λαμπρότητα και κατάνυξη ο μεγαλοπρεπής Καθεδρικός Ναός της Αναστάσεως στα Τίρανα (αληθινό εκκλησιαστικό κόσμημα της πόλεως), χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Στις 2/8/16 ο Μακαριώτατος εγκαινίασε το μεγάλο υδροηλεκτρικό έργο της Εκκλησίας της Αλβανίας και στις 7/8/16 έγιναν τα εγκαίνια του Καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως του Κυρίου στο Αργυρόκαστρο.
Δεκάδες οι τιμητικές διακρίσεις και τα παράσημα που απονεμήθηκαν στον Μακαριώτατο από ελληνικούς και διεθνείς φορείς. Θα αναφέρω ότι το 1989 το ρωμαιοκαθολικό Ίδρυμα Pro Oriente τον ανακήρυξε επίτιμο μέλος του Kuratorium, όπως και η Θεολογική Ακαδημία Μόσχας, ενώ το Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου του απένειμε το Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε ( η ανώτερη θεολογική διάκριση). Το 1993 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της (από το 2005 είναι επίτιμο μέλος). Έχει αναγορευθεί Επίτιμος Διδάκτωρ: του Γ.Π.Α. (1996), του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων (1996), του Τμήματος Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Κ.Π.Α. (1998), του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παν/μίου Πειραιώς (2001), του Τμήματος Φιλολογίας του Παν/μίου Κρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Παν/μίου Πατρών (2004), Doctor of Humane Letters του Boston University (2004), του Τμήματος Ιατρικής και Γεωπονίας του Παν/μίου Θεσσαλίας και το Χρυσούν Μετάλλιον ( η ανωτάτη διάκρισις του εν λόγω Παν/μίου, 2005), του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Παν/μίου (2007), του Παν/μίου Κορυτσάς (2008), των Τμημάτων Ιστορίας και Εθνολογίας / Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δ.Π.Θ. (2009) και του Παν/μίου Κύπρου. Επίσης, έχει αναγορευθεί Διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής Του Τιμίου Σταυρού, Brookline, Ma. Η.Π.Α. (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1995), του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003), της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Κραγιόβας Ρουμανίας (2006) και της Ποντιφικής Θεολογικής Σχολής της Νοτίου Ιταλίας (2009).
Έχει προταθεί από την Ακαδημία Αθηνών και από πολλές διεθνείς προσωπικότητες για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Στις 22/12/15, το Π.Σ.Ε. δημοσίευσε μακροσκελές ΑΦΙΕΡΩΜΑ στο πολύπλευρο έργο του Μακαριωτάτου. Το κείμενο, που φέρει την υπογραφή της υπεύθυνης επικοινωνίας του Π.Σ.Ε., έχει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, ο Εραστής της Επιστήμης που έγινε Απόστολος της Ειρήνης». Το κείμενο αυτό αρχίζει με τα λόγια: «Φημισμένος για την φιλική, ειρηνική του στάση και τις εμπνευσμένες του ομιλίες, τίποτε δεν φαίνεται να είναι αδύνατο γι’ αυτόν τον άνθρωπο».
Στην σύντομη αυτή αναφορά μου στο τεράστιο έργο του Μακαριωτάτου, θα ήταν παράλειψή μου να μην συμπεριλάβω σύντομα αποσπάσματα από μερικές ομιλίες και συνεντεύξεις του, που καταδεικνύουν άλλες πτυχές της προσωπικότητάς του. Ο λόγος του ανθρώπινος, γλυκύτατος, πλημυρισμένος από σοφία, πολλές φορές χωρίς να προσεγγίζει τα κοινωνικά θέματα μόνο υπό το πρίσμα του Λόγου του Θεού και χωρίς να διστάζει να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα.
«Πού είναι η ελευθερία που την χάσαμε στον φιλελευθερισμό; Πού είναι ο γνήσιος φιλελευθερισμός που τον χάσαμε στην ιδιοτέλεια; Πού είναι η αγάπη που την έχουμε χάσει στον ερωτισμό; Και πού είναι ο γνήσιος έρωτας που τον έχουμε χάσει στο sex; Και για να μιλήσω και για μας τους θρησκευόμενους. Πού είναι η πίστη που την έχουμε χάσει σε μια τυπική θρησκευτικότητα; Και πού είναι η γνήσια θρησκευτικότητα που την έχουμε χάσει σε μια τυπολατρεία;», μας λέει.
Αναφερόμενος στα πολλά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει, είπε: «Εγώ δεν κληρονόμησα, δεν παρέλαβα έναν θρόνο, αλλά έναν σταυρό. Ήμουν σε μια χαράδρα και κατόπιν ο Θεός έδειχνε ένα μονοπάτι και ανεβαίναμε πάλι σε ένα ξέφωτο. Και δοξάζω τον Θεό γι’ αυτό. Αυτό που με στήριζε είναι η αίσθηση ότι δεν έκανα κάτι για τον εαυτόν μου αλλά είχα μια αποστολή. Στην ζωή την ανθρώπινη δεν πηγαίνουν όλα ομαλά. Η πορεία μας είναι σαν τα δικά μας τα βουνά, τον Παρνασσό, που έχουν χαράδρες, κορυφές, ξέφωτα. Αυτή είναι η ζωή μας και αυτή είναι η ομορφιά. Να ξέρει κανείς ότι κάθε μέρα αντιμετωπίζεις το τέλος και να λες ‘Θεέ μου στα χέρια Σου είμαι’ και να συνεχίζεις. Έτσι καταλαβαίνεις και τους άλλους. Αλίμονο στους ανθρώπους που δεν έχουν πονέσει, δεν έχουν περάσει δυσκολίες. Είναι σκληροί, γιατί μόνο ο πόνος μάς κάνει να καταλαβαίνουμε τους άλλους και να είμαστε πιο ώριμοι. Αλλά οι αρρώστιες δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Είναι άλλες δυσκολίες που έρχονται από το στενό περιβάλλον, που μπορεί να σε οδηγήσουν σε κάμψη και απογοήτευση. Από εκεί που περιμένεις μια βοήθεια δεν έρχεται, έρχεται το αντίθετο ή από εκεί που έχεις βοηθήσει τόσο πολύ έρχεται η αγνωμοσύνη. Όλα αυτά κουράζουν, αλλά πιστεύω ότι και ωριμάζουν τους ανθρώπους. Μας δείχνουν ότι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι από την απαίτηση ευγνωμοσύνης απέναντι στον άλλον. Να προσφέρουμε την ευχαριστία μας αλλά να μην έχουμε την απαίτηση να μας δίνουν ευγνωμοσύνη. Η ελευθερία από την πικρία, από την αγανάκτηση, από το παράπονο είναι πολύ ουσιαστικές μορφές ελευθερίας».
Η ομιλία του Μακαριωτάτου στο Γ.Π.Α. στις 25/1/96, κατά την τελετή αναγόρευσής του σε Επίτιμο Διδάκτορα, με θέμα «Άνθρωπος και Φύση στις Μεγάλες Θρησκείες», ήταν πραγματικά συγκλονιστική. Την επομένη πολλοί φοιτητές ζήτησαν αντίγραφο της ομιλίας, με αποτέλεσμα να διανεμηθεί σε όλο το προσωπικό και στους περίπου 2.000 φοιτητές του Ιδρύματος. Στην ομιλία του ο Μακαριώτατος, είπε μεταξύ άλλων: «Στο ‘κατ’ εικόνα’ Θεού που προσδιορίζει τον άνθρωπο περιλαμβάνεται το λογικό, το αυτεξούσιο, το ηγεμονικό. Η έννοια του ‘κατ’ εικόνα’ εκφράζει την στατική άποψη, ενώ η έννοια του ‘καθ’ ομοίωσιν’ την δυναμική και εμπεριέχει ένα γίγνεσθαι. Το ‘καθ’ ομοίωσιν’ είναι το ‘κατ’ εικόνα’ στην διαδικασία της πραγματώσεως. Ως ‘κατ’ εικόνα’ Θεού ο άνθρωπος έχει το εξαιρετικό προνόμιο να γίνεται συνδημιουργός. Όχι, βέβαια, ότι δημιουργεί εκ του μηδενός, αλλά επεμβαίνοντας στην τρεπτότητα του περιβάλλοντος, αξιοποιώντας τους νόμους και τα μυστικά της φύσεως που ανακαλύπτει…Ο σύγχρονος άνθρωπος, χάνοντας κάθε αίσθηση ιερότητας έφθασε να βλέπει την φύση με βέβηλα μάτια, χωρίς σεβασμό, συχνά με επιθετικό κυνισμό, χωρίς αγάπη. Αντίθετα, η ορθόδοξη παράδοση επιμένει ότι και η φύση αγιάζεται, ότι βρίσκεται και αυτή μέσα στην δράση και ακτινοβολία του Αγίου Πνεύματος… Σε μια εποχή που ο πλανήτης μας απειλείται από φοβερή καταστροφή, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε κυρίως όσοι στις αλαζονικές ανεπτυγμένες κοινωνίες, ότι η φύση είναι ιερή και μόνο ο σεβασμός και οι αρμονικές σχέσεις μαζί της μπορούν να εξασφαλίσουν το αύριο».
Στις 2/8/16, εγκαινιάζοντας το μεγάλο υδροηλεκτρικό έργο της Εκκλησίας, είπε: «Σαν σήμερα 2/8/92 ανέλαβα την αποστολή του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας με μοναδικό σκοπό την ανασύσταση και την πλήρη ανασυγκρότησή της. Σε εκείνη την περίοδο της αβεβαιότητας, της αγωνίας και της φτώχειας, το βασικό μήνυμά μου ήταν ‘τολμάτε να ελπίζουμε’, γιατί ‘Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ’. Νομίζω ότι ο στίχος αυτός του Αποστόλου Ιωάννη στις επιστολές του, είναι η πιο πυκνή διατύπωση για το τι είναι ο Θεός και η πιο επαναστατική αδιάκοπη διατύπωση για το τι πρέπει να είναι οι άνθρωποι που λένε ότι είναι κοντά του… Το έργο που εγκαινιάζουμε σήμερα είναι έργο ελπίδας και αγάπης. Γεννήθηκε από το όραμα να εξασφαλίσουμε σταθερούς εγχώριους πόρους για να διατηρήσουμε τα κοινωφελή έργα που μέχρι τώρα πραγματοποιήθηκαν. Αυτά έγιναν με την συμβολή και τις δωρεές φίλων μας από το εξωτερικό».
Σε μια συζήτηση στην Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε.. έδειξε πώς οι ορθόδοξοι αντιλαμβάνονται τι σημαίνει σεβασμός για τον αντίπαλο και τον εχθρό. «Μια ηλικιωμένη στην Κρήτη πηγαίνει στο γερμανικό νεκροταφείο και ανάβει τα καντήλια για τους Γερμανούς που έπεσαν εκεί. Όταν ρωτήθηκε, γιατί το κάνει αυτό, είπε: ‘Παιδάκι μου αυτοί δεν έχουν την μαννούλα τους να έρθει να τους ανάψει ένα κερί’. Αυτή η υπέροχη απάντηση συνοψίζει το τι είναι Ορθοδοξία για μας. Μια ευαισθησία, ένα μεγαλείο ψυχής».
Σε άλλη συνέντευξή του είπε: «Η αγάπη, για την οποία μιλάει η Εκκλησία, δεν είναι κάτι το αόριστο. Εκφράζεται. Θα εκφρασθεί στον προσωπικό τομέα, θα εκφρασθεί στο σύνολο, προς όλους. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο κτίσαμε τον καινούριο Καθεδρικό Ναό στα Τίρανα. Επάνω ο Ναός και κάτω ένα πολιτιστικό κέντρο, τονίζοντας ότι αυτή η Εκκλησία δεν είναι μια κλειστή λέσχη των σεσωσμένων, αλλά μια ανοιχτή κοινότητα των ανθρώπων οι οποίοι προσφέρονται και ένας ανοιχτός πολιτισμός».
Τέλος, σε συνέντευξή του στις 2/10/16 αναφέρθηκε και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Έλληνες: «Να τολμήσουμε να ελπίζουμε, να αγωνιστούμε και να συμβάλλουμε ώστε να έρθουν καλύτερες ημέρες. Αυτή την δύσκολη περίοδο που ζούμε, να μην συμφιλιωθούμε με την παρακμή».
Μελετώντας το έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, αισθάνθηκα δέος, γιατί πρώτη φορά, στα 43 χρόνια πορείας μου ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, συνάντησα έργο τέτοιας ποιότητας και εκτάσεως. Είχα πει τότε στο Γ.Π.Α. προσφωνώντας τον Μακαριώτατο: «Στο πρόσωπό σας τιμούμε τον Ακαδημαϊκό Δάσκαλο, τον διαπρεπή επιστήμονα, τον ακούραστο ερευνητή και σκαπανέα της θρησκειολογικής ερεύνης, τον επιφανή Θεολόγο, την αυταπάρνηση του ιεραποστόλου και το ιεραποστολικό σας έργο, τον Αρχιεπίσκοπο, τον υπέρμαχο της αφυπνίσεως της πανορθοδόξου συνειδήσεως, τον στοχαστή με τις έντονες πνευματικές αναζητήσεις για μια παγκόσμια κοινότητα με αυξανόμενη αλληλεγγύη και κατανόηση. Θα προσέθετα ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος είναι ένας πραγματικός φάρος για όσους αναζητούν ανθρώπους που συνδυάζουν την υψηλή πνευματικότητα με την απλότητα, το πάθος για διαρκή κοινωνική προσφορά με την ταπεινότητα, την βαθιά και στερεή πίστη με την έλλειψη δογματισμού, αλλά και για όσους αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα με στωικότητα.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι οι αναφορές στην προσωπικότητα τού Μακαριωτάτου διανθίζονται σχεδόν πάντοτε από χαρακτηρισμούς, όπως «ευρυμαθέστατος», «ανήσυχο και ευρύ πνεύμα», «ανοιχτό μυαλό στα μηνύματα της εποχής», «φωτισμένος επίσκοπος», «σύγχρονος διαφωτιστής», «συναρπαστικός αφηγητής», «έξοχος ομιλητής», «ήρεμος, γλυκύτατος και μελίρρυτος συνομιλητής».
Είναι αδύνατον μέσα στα στενά πλαίσια ενός Αφιερώματος να χωρέσει το ογκώδες και πολυσχιδές έργο του Μακαριωτάτου, όπως είναι αδύνατον να εκφράσεις με λίγα λόγια την ενεργό συμμετοχή του στην διαμόρφωση της σύγχρονης θεολογικής ορθοδόξου σκέψεως, την σημασία του τεράστιου ιεραποστολικού του έργου στα πλαίσια της οικουμενικής κινήσεως και την σημαντική συμβολή της θρησκειολογικής του έρευνας στον χώρο της Ιστορίας των θρησκευμάτων.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος δεν έχει ανάγκη προβολής ούτε ιδιαιτέρων συστάσεων. Μιλούν άλλοι γι’ αυτόν σε παγκόσμιο επίπεδο και προπάντων το έργο του. Η φήμη του έχει απλωθεί πολύ πέραν του Ορθοδόξου Χριστιανικού Κόσμου, ώστε δικαίως να συγκαταλέγεται στις δέκα πιο ισχυρές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής μας. Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά με εξέπληξε η κρυστάλλινη διαύγεια των απόψεών του, ο βαθύς και σοφός θρησκευτικός του λόγος, αλλά και ο ήπιος και ήρεμος τόνος και η γλυκύτατη χροιά της φωνής του που σε αφοπλίζουν και σε υποτάσσουν. Μελετώντας το έργο του και ακούγοντας τα λόγια των συνεντεύξεων και ομιλιών του αισθάνθηκα να με πλημυρίζει αισιοδοξία για το μέλλον της Επιστήμης, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της Φυλής μας αλλά και της Ανθρωπότητας. Τέτοιοι άνθρωποι, έστω και μετρημένοι στα δάκτυλα, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Η Πρέβεζα, λοιπόν, υποδέχεται έναν ξεχωριστό άνθρωπο, έναν θρησκευτικό ηγέτη παγκοσμίου ακτινοβολίας και αναγνώρισης και ταυτόχρονα έναν ταπεινό κήρυκα της Χριστιανοσύνης. Αναμφισβήτητα είναι η μεγαλύτερη προσωπικότητα που θα τιμήσει ποτέ με την παρουσία της την πόλη μας.
Μιχαήλ Γ. Λουκάς
Ομ. Καθηγητής Γ.Π.Α.
πρώην Πρύτανις