1.   Τα αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού που ανακοίνωσε η INSTAT ξάφνιασε τους Αλβανούς ορθοδόξους, οι οποίοι τα αμφισβητούν ευθέως. Ποιο είναι το σχόλιό σας;  
 
    Έχω την αίσθηση ότι τα αποτελέσματα αυτά ξάφνιασαν όχι μόνο τους ορθοδόξους, αλλά και όλους τους υπόλοιπους. Εν τω μεταξύ έχω συναντηθεί με πολλούς ανθρώπους από διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, κληρικούς και λαϊκούς. Ουδείς εξ αυτών πιστεύει ότι τα αποτελέσματα που ανακοίνωσε η INSTAT είναι ακριβή. Όσο για μας, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τα στοιχεία της πρόσφατης Απογραφής που αφορούν στο θρήσκευμα είναι όχι μόνο ανακριβή και δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, αλλά και σκοπίμως διαστρεβλωμένα και, κατά συνέπεια, απαράδεκτα. Προς τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία προέβη σε επίσημη δήλωση, με την οποία καταγγέλλει τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την απογραφή, και την παραποίηση τω στοιχείων. Μέσω αυτής της δήλωσης ενημερώνουμε τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη για τις ανακρίβειες και τα ψευδή στοιχεία της Απογραφής αναφορικά με το θρήσκευμα.  

    Στην επίσημη δήλωση αναφερόμαστε στο γεγονός ότι, στις προηγούμενες απογραφές, στους ορθοδόξους αντιστοιχεί ποσοστό μεγαλύτερο του 20%. Την τελευταία εικοσαετία η κοινότητά μας γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη και ήταν αναμενόμενο ο αριθμός των ορθοδόξων να είναι ακόμη μεγαλύτερος, Είναι πολύ ύποπτο λοιπόν το γεγονός ότι τα ποσοστά των ορθοδόξων μειώθηκαν  κατά τα 2/3. Δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει κάτι τέτοιο. Από την άλλη, είναι πολύ λυπηρό που μια ιστορική και σημαντική κοινότητα, με απαράμιλλη συμβολή στη συγκρότηση και την ανάπτυξη αυτής της χώρας, αντιμετωπίζεται με τόσο κακεντρεχή και προσβλητικό τρόπο.

    Σύμφωνα με εκκλησιαστικά στοιχεία που διαθέτουμε (καταλόγους βαπτίσεων πριν και μετά το διωγμό καθώς και καταλόγους των 460 ενοριών σ’ όλη τη χώρα), ο αριθμός των ορθοδόξων υπερβαίνει το 24% του γενικού πληθυσμού της Αλβανίας. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα στην επίσημη δήλωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας: Που είναι το 17% και πλέον των ορθοδόξων που απέκρυψε η απογραφή;  

    Ο σοφός βασιλιάς Σολομών λέγει ότι υπάρχουν στιγμές που πρέπει να σιωπούμε και στιγμές που πρέπει να μιλάμε. Έχουμε σιωπήσει πολλές φορές και το έχουμε κάνει επ’ αγαθώ του τόπου. Τώρα πιστεύω ότι είναι η στιγμή να μιλήσουμε, και πάλι επ’ αγαθώ του τόπου, διότι έχει παραγίνει το κακό και η σιωπή θα ήταν επιζήμια όχι μόνο για την ορθόδοξη κοινότητα, αλλά για όλους. Δεν μπορεί να κτιστεί ένα ακμάζον και ειρηνικό μέλλον πάνω σε ψεύτικα θεμέλια. Η αλήθεια δεν σημειώνει κανέναν και όλοι εμείς έχουμε ανάγκη την αλήθεια.  

    Άλλωστε, νομίζω ότι όποιος αγαπά αυτή τη χώρα, πρέπει να γνωρίζει ότι υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν πρέπει να θίγονται. Από αυτό διακρίνονται οι συνετοί και αυτοί που πονούν πραγματικά τον τόπο τους. Να θίγει κανείς τους ανθρώπους ανεξαρτήτως κοινότητας, στην ταυτότητά τους σημαίνει να τους πληγώνεις στο ίδιο τους το είναι, γι’ αυτό και προκαλούνται αντιδράσεις. Η ορθόδοξη κοινότητα της Περιφέρειας Κορυτσάς, μια ιστορική κοινότητα με τεράστια συμβολή στην ιστορία του αλβανικού κράτους, αισθάνεται πληγωμένη και αγανακτισμένη και όποιος ζει στην πόλη αντιλαμβάνεται τις σφοδρές αντιδράσεις που προκάλεσε στους κόλπους της η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Απογραφής. Ανεύθυνες εξελίξεις, όπως αυτές που δρομολόγησε η τελευταία Απογραφή, υπονομεύουν την αρμονική θρησκευτική συμβίωση, η οποία αποτελεί πολύτιμο προς φύλαξη θησαυρό,  και προκαλούν διχασμό. Ο τόπος μας έχει ανάγκη για ενότητα και αλληλοσεβασμό απ’ όλους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και καταγωγής.  
 
    2-  Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας διεξάγει εμπειρικά δική της απογραφή των μελών της. Σε τι προσβλέπετε;
 
    Δεν πρόκειται για απογραφή. Μάλλον υπάρχει παρεξήγηση από τους δημοσιογράφους. Πρόκειται για τη συνέχεια μιας έρευνας που διεξάγουμε σε όσους δεν επεσκέφθησαν από τους απογραφείς ή επεσκέφθησαν, αλλά δεν ρωτήθηκαν καθόλου για το θρήσκευμα. Όπως έχουμε τονίσει στην επίσημη δήλωση, μόνο σε δύο Κυριακές, 9 και 16 Δεκεμβρίου 2012, η έρευνα στους ορθοδόξους που εκκλησιάστηκαν στους ιερούς ναούς των Τιράνων, Δυρραχίου, Βερατίου, Κορυτσάς, Αυλώνας και άλλων πόλεων έδειξε άλλα πράγματα,  ακόμα περισσότερο τις γελοίες διαστάσεις αυτής της Απογραφής. Στην έρευνά μας ανταποκρίθηκαν με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση 7118 άτομα, από τα οποία 2469 ή το 34,68% δήλωσαν ότι επεσκέφθησαν και ρωτήθηκαν για το θρήσκευμα κατά τη διαδικασία της Απογραφής. Αντιθέτως, δεν επεσκέφθησαν καθόλου από τους απογραφείς  ή δεν ρωτήθηκαν για το θρήσκευμα 4643 persona ή το 65,23%. Από την άλλη, έχουμε πολλές μαρτυρίες ότι μεγάλο μέρος της Απογραφής πραγματοποιήθηκε με σημειώσεις σε τετράδια και όχι όπως όριζε η διαδικασία, δηλ. σε ειδικά ερωτηματολόγια και με την υπογραφή των ερωτηθέντων.
 
    Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να σιωπούμε και να αποδεχθούμε τα αποτελέσματα αυτής της ανεύθυνης, μη επαγγελματικής, ποσό δε μάλλον νοθευμένης Απογραφής;  
 
 

    3- Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έχει βρεθεί επανειλημμένα στο επίκεντρο ποικίλων επιθέσεων. Πιστεύετε ότι η εθνικότητα του Αρχιεπισκόπου συνδέεται με τις επαναλαμβανόμενες εναντίον του επιθέσεις; Γιατί δεν κατέστη δυνατή ως τώρα η παραχώρηση της αλβανικής ιθαγένειας, όπως κατ’ επανάληψη έχει ζητηθεί; Γιατί τέτοιο τέλμα, όταν η ίδια διαδικασία προχωρά σχετικά εύκολα για τους άλλους;  
 
    Δεν πρόκειται για νέας μορφής επιθέσεις. Είναι οι ίδιες που επαναλαμβάνονται εδώ και 20 χρόνια. Αλλάζουν μόνο τα ονόματα των προσώπων ή των ομάδων που τις εξαπολύουν. Δεν λένε κάτι νέο. Αναμασούν τις ίδιες ανακριβείς και αναληθείς κατηγορίες. Εμείς έχουμε απαντήσει πολλές φορές και έχουμε καταστήσει σαφές ότι οι επιθέσεις αυτές είναι γεμάτες από ψεύδη και συκοφαντίες. Το πιο λυπηρό όμως είναι ότι, κάτω από το προσωπείο της δήθεν πατριωτικής ρητορικής, κρύβεται η μοχθηρότητα προς την πρόοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Πιστεύω ότι όσοι αγαπούν πραγματικά τον τόπο, θα έπρεπε να χαίρονται γι’ αυτή την πρόοδο και να ευχαριστούν τον Αρχιεπίσκοπο για το έργο, τις προσπάθειες και τις τιτάνιες θυσίες του για την ανασύσταση της Εκκλησίας. Άλλωστε, η αληθινή φιλοπατρία μετριέται με το κατά πόσον βοηθά και προσφέρει κανείς στην πατρίδα και όχι με το ποιος υβρίζει περισσότερο τους άλλους. Ως προς την ανασυγκρότηση και την ακμή της Εκκλησίας και του τόπου μας, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος έχει κάνει ασυγκρίτως περισσότερα από αυτούς που τον κατηγορούν. Μάλιστα, για του λόγου το αληθές, θέλω να πω κάτι που το έχω επαναλάβει πολλάκις, δημοσίως και ιδιωτικώς, ότι εγώ, στην εποχή που ζούμε, δεν γνωρίζω κανέναν άλλο, Αλβανό ή ξένο, που να έχει κάνει τόσα πολλά για τη χώρα μας όσο ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, χωρίς να ζητά κάτι και χωρίς να πάρει πίσω κάτι. Ως προς τούτο, νομίζω ότι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας.  

    Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου για την ανασύσταση και την ανασυγκρότηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αλβανία δεν στηρίχθηκε στην εθνικότητά του, αλλά στο ότι ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για την ανασύστασή της, που για πολλούς εθεωρείτο τότε ανέφικτη. Η Εκκλησία, η οποία δεν αρνείται την εθνικότητα κανενός, την υπερβαίνει ακριβώς επειδή είναι καθολική. Στην εκκλησιαστική ιστορία αυτό είναι κάτι εντελώς συνηθισμένο. Η εθνικότητα, η οποιαδήποτε, δεν ζημιώνει. Η Εκκλησία ζημιώνεται μόνο από τους ασεβείς. Όσοι θέλουν την πρόοδο της Εκκλησίας, είτε είναι ξένοι είτε ντόπιοι, έχουν αποφανθεί ότι η συγκεκριμένη εκλογή απεδείχθη  η καλύτερη. 
 
    Η συνέχιση των άδικων επιθέσεων εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου για τόση μεγάλη διάρκεια και αφού οι πάντες έχουν διαπιστώσει το σπουδαίο και τιτάνιο έργο του υπέρ της ανασύστασης της Εκκλησίας, αποτελεί μια οδυνηρή ένδειξη, σύμφωνα με την οποία τα συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες που του επιτίθενται συνεχώς δεν ενοχλούνται από την εθνικότητά του, αλλά από το έργο του: την ανασύσταση από τα ερείπια της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αλβανία.  

    Επίσης, η μη παραχώρηση αλβανικής ιθαγένειας στον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο αποδεικνύει την έλλειψη σεβασμού και συμπάθειας όχι μόνο προς το τιτάνιο και απαράμιλλο έργο του, αλλά και προς τη σεβαστή ορθόδοξη κοινότητα. Όταν η αλβανική ιθαγένεια έχει παραχωρηθεί σε εκατοντάδες άτομα, συχνά χωρίς να έχουν προσφέρει τίποτα, πώς θα μπορούσε να αποδεχθεί και δικαιολογηθεί η μη παραχώρηση σε μια διακεκριμένη προσωπικότητα, που έχει προσφέρει τα μέγιστα όχι μόνο στην ανασύσταση  από τα ερείπια της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, αλλά και στην ενίσχυση της θρησκευτικής αρμονικής συνύπαρξης τόσο στην Αλβανία όσο και διεθνώς; Η παραχώρηση της υπηκοότητας θα ήταν προς τιμή του ιδίου του Αλβανικού κράτους. Πολλές άλλες χώρες θα του την είχαν παραχωρήσει άμεσα και με ευχαρίστηση, και θα το θεωρούσαν τιμή τους αν ο Αρχιεπίσκοπος θα τους την είχε ζητήσει.  
 
    4- Πιστεύετε ότι η ανάμειξη της Εκκλησίας στην ανέγερση κοιμητηρίων για τους Έλληνες πεσόντες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και μια σειρά ακραίων περιπετειωδών γεγονότων και απροσεξιών κατά την κατασκευή τους, έβλαψαν την εικόνα της Εκκλησίας;  
 
    Το ζήτημα των κοιμητηρίων των Ελλήνων πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στην Αλβανία δεν αφορά την Εκκλησία, αλλά τις δύο κυβερνήσεις αντίστοιχα, και για οποιοδήποτε πρόβλημα αυτές είναι αρμόδιες να απαντήσουν. Απλά, η Εκκλησία έχει προφέρει τη συνδρομή και τις υπηρεσίες της ως υποχρέωση προς κάθε χριστιανό ορθόδοξο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι, όπως και ένας καλός ιατρός προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κάθε ασθενή, χωρίς καμία διάκριση. Η Εκκλησία λοιπόν τελεί τις ακολουθίες και προσεύχεται για τις ψυχές όλων, χωρίς να περιορίζεται από το τι έχει κάνει ο καθένας στη ζωή του, τι έχει προσφέρει και τι σφάλματα έχει κάνει. Αυτό όμως που με ανησυχεί περισσότερο με τις επιθέσεις εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι μόνο οι ανακρίβειες, η άγνοια και οι συκοφαντίες, αλλά η ύπαρξη ορισμένων κύκλων και προσώπων που, για διάφορους λόγους, δεν επιθυμούν την ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και επιχειρούν με κάθε τρόπο να πετούν λάσπη επάνω της, καθώς και το γεγονός ότι τα ΜΜΕ τους δίδουν πολύ χώρο, μολονότι οι απόψεις τους δεν απηχούν σε καμία περίπτωση την βούληση της πλειοψηφίας της αλβανικής κοινωνίας.  

    Συμβαίνει συχνά κάποιος να εκτοξεύει μια συκοφαντία, η οποία στη συνέχεια ανακυκλώνεται από άλλους, παίρνοντας τη μορφή αληθείας. Πιστεύω ότι έτσι συνέβη όταν ενέπλεξαν την Εκκλησία στην ιστορία των εκταφών. Γράφοντας και ανακυκλώνοντας κατ’ επανάληψη τις ίδιες χυδαίες συκοφαντίες και επιθέσεις, σύμφωνα με τη ρήση “Από την πολλή κατασυκοφάντηση κάτι θα μείνει”, σε μια μερίδα λαού, που δεν ζει από κοντά τις εξελίξεις εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενδέχεται να γεννιούνται υπόνοιες. Αυτό είναι όχι μόνο άδικο, αλλά και επιζήμιο για την κοινωνία μας, διότι σκορπίζει σκότος, κινεί υποψίες και προκαλεί μίσος.  
 
    5-  Τελευταία παρατηρείται στα Βαλκάνια, αλλά και στην Αλβανία, μια αναζωπύρωση του εθνικισμού. Υπάρχει συμμετοχή της Εκκλησίας σε μια τόσο επικίνδυνη συζήτηση;  
 
    Ο κίνδυνος της αναζωπύρωσης του εθνικισμού παραμονεύει πάντοτε όταν υπάρχουν ιδεολογικά ή πολιτισμικά κενά, ή σε πολύπαθους λαούς και σε εποχές οικονομικής και ηθικής κρίσης. Η αγάπη προς την πατρίδα είναι κάτι θετικό και η Εκκλησία προτρέπει τα μέλη της προς αυτή τη κατεύθυνση. Είναι αδύνατον να αγαπά κανείς το Θεό και να μην αγάπα την πατρίδα του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει μίσος και αποκλεισμός των άλλων. Το νοσηρό εθνικιστικό μίσος μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνα φαινόμενα, όπως την ξενοφοβία και την έχθρα ανάμεσα σε έθνη, οι οποίες οδηγούν σε διωγμούς, πολέμους και άλλες μορφές βίας, επιφέροντας μεγάλα δεινά στους εμπλεκόμενους λαούς. Στα Βαλκάνια, όπως και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ο εθνικισμός, όπως επισημαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, “μετατράπηκε σε δίκοπο μαχαίρι – στα χέρια των τυράννων υπήρξε καταστροφικός, πραγματικά, η πλέον καταστροφική δύναμη στην ανθρώπινη ιστορία, σκοτώνοντας 75 ανθρώπινες υπάρξεις μόνο κατά το διάστημα 1914-1945. Καιρός λοιπόν να αναρωτηθούμε με ειλικρίνεια: Μήπως ήρθε η στιγμή να θέσουμε τέρμα στις ακρότητες του εθνικισμού;”.

    Η Εκκλησία έχει αποφανθεί με σαφήνεια και αποφασιστικότητα: ό,τιδήποτε υποκινείται και τρέφεται από το μίσος είναι απαράδεκτο και απάνθρωπο. Ο θεμέλιος λίθος του χριστιανισμού είναι η αγάπη και η Εκκλησία του Χριστού είναι υπέρ της αδελφοσύνης όλων των λαών, όλων των φυλών και όλων των ανθρώπων.  
 
    6- Οι εορτασμοί των 100 χρόνων από την Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αλβανίας αγνόησαν μια από τις σημαντικότερες μορφές της ιστορίας του τόπου, τον Φαν Στ. Νόλι, τον ιδρυτή της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας. Για ποιο λόγο;   
 
    Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς και γιατί συνέβη αυτό, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο Επίσκοπος Θεοφάν Νόλι υπήρξε η μορφή που δεσπόζει όχι μόνο στην ιστορία της Ορθόδοξης Αλβανικής Εκκλησίας σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αι., αλλά είναι επίσης μια από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία της ιδρύσεως και της αναγνωρίσεως του Αλβανικού κράτους. Η εκκλησιαστική και πατριωτική του δράση, όπως ο ρόλος που διαδραμάτισε στην εθνική ευαισθητοποίηση της Εκκλησίας και την ένταξη της Αλβανίας στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά και η πολυεδρική του δράση, είναι γνωστές τοις πάσι. Συνεπώς, ο παραμερισμός της προσφοράς του στην ιστορία της Αλβανίας θα άφηνε ανολοκλήρωτη την ίδια την ιστορία.  
 
    7-  Ποιες είναι οι σχέσεις σας με τις υπόλοιπες θρησκευτικές κοινότητες της χώρας; Κρίνετε ότι υπάρχει η δεδηλωμένη μεταξύ σας αρμονία και τι θα μπορούσε να γίνει για τη διαφύλαξή της από τις ακρότητες που παρατηρούνται κατά καιρούς;
 
    Οι επαφές μας με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες είναι συνεχείς, τόσο σε θεσμικό όσο και σε προσωπικό και φιλικό επίπεδο. Όλοι αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για πολύτιμη αξία, την οποία πρέπει να τη φυλάξουμε. Όλες οι κοινότητες έχουν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ήθελα ωστόσο περισσότερη συνεργασία μεταξύ των θρησκευτικών κοινοτήτων, προπάντων δε περισσότερη αλληλεγγύη, διότι με τον τρόπο αυτό όχι μόνο διαφυλάττουμε την μεταξύ μας αρμονία, αλλά και την ενισχύουμε περαιτέρω. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, υπό την καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, όχι μόνο έχει συνεχίσει την εκπληκτική παράδοση της θρησκευτικής συμβίωσης και αρμονίας, αλλά και  έχει καταβάλει συνάμα προσπάθειες για να επεκτείνει ακόμα περισσότερο το πεδίο συνεργασίας.  
 

   8- Ποια η σχέση σας με την πολιτική στη χώρα μας, με τους εκπροσώπους της οποίας, συνήθως, ανταλλάσετε εναγκαλισμούς μόνο τις ημέρες θρησκευτικών εορτών; Κρίνετε ότι υπάρχει σαφής πολιτική βούληση για την επίλυση των συσσωρευμένων προβλημάτων της κοινότητάς σας, αλλά και των άλλων κοινοτήτων, όπως είναι π. χ. το ζήτημα της επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας;
      
    Υπό την έννοια που οι άνθρωποι αποδίδουν σήμερα στην πολιτική, όχι, δεν έχω άμεση σχέση μαζί της, διότι η Εκκλησία είναι και πρέπει να μένει μακριά από την πολιτική. Το να μην ασχολείσαι όμως με την πολιτική δεν σημαίνει ότι πρέπει να είσαι και αδιάφορος. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, συμπεριλαμβανομένης και της λήψης αποφάσεων ή νομοθετημάτων, διότι τα μέλη της Εκκλησίας είναι ταυτόχρονα και μέλη της κοινωνίας και θίγονται ή επωφελούνται απ’ ό,τιδήποτε λαμβάνει χώρα στον τόπο μας. Είναι να απορεί, αλλά και να γελά κανείς, με αυτό που συμβαίνει εδώ. Κατηγορήθηκε η Εκκλησία και ο Αρχιεπίσκοπος ότι ενεπλάκησαν στην πολιτική επειδή καταγγείλαμε την Απογραφή από τα ίδια πρόσωπα, οι οποίοι είχαν επιτεθεί, υβρίσει και κατηγορήσει τους συντελεστές της για το παραμικρό. Όταν όμως πρόκειται για την Εκκλησία, εμφανίζονται ως υπερασπιστές τους, προδίδοντας ανοιχτά την πρόθεσή τους, που είναι αποκλειστικά η επίθεσή τους στην Εκκλησία και όχι η αλήθεια.

    Οι σχέσεις της Εκκλησίας με την πολιτική υπήρξαν συνεπείς, αλλά, για το καλό του τόπου, πρέπει να υπάρχει περισσότερη συνεργασία και περισσότερη αγαθή προαίρεση. Θα θέλαμε το Κράτος να σέβεται τη Συμφωνία μεταξύ του Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας της Αλβανίας και της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας που επικυρώθηκε από το Κοινοβούλιο περί ρυθμίσεως αμοιβαίων σχέσεων. Το άρθρο 5.1 αναφέρει: “Το Κράτος σέβεται την Ορθόδοξο Αυτοκέφαλο Εκκλησία της Αλβανίας και αναγνωρίζει ως εκπροσώπους της μόνο τα εξουσιοδοτημένα από την Ιερά Σύνοδό της πρόσωπα, και εγγυάται την προστασία της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησία της Αλβανίας από κάθε πρόσωπο ή ομάδα που σφετερίζεται την ονομασία, τους χώρους λατρείας, την περιουσία, τα σύμβολά ή τη σφραγίδα της”. Στην πραγματικότητά όμως υπάρχουν άτομα που έχουν εισβάλει σε ιερό ναό και το Κράτος δεν επεμβαίνει. Το ίδιο ισχύει και για την εκκλησιαστική περιουσία που προαναφέρατε. Αν υπήρχε σαφής πολιτική βούληση απ’ όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Αλβανίας, το ζήτημα θα είχε λυθεί προ πολλού. Όταν κάνουμε λόγο για επιστροφή της περιουσίας δεν θέλω να υπάρξει παρεξήγηση. Η συνεχής διεκδίκησή της δεν έχει σκοπό τον πλουτισμό των θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά την ενίσχυσή τους. Δυστυχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας μας, υπήρχε πάντοτε μια τάση για να κρατηθούν οι θρησκευτικές κοινότητες υπό έλεγχο και έχει επικρατήσει εσφαλμένα η επιζήμια άποψη ότι οι αδύναμες κοινότητες ελέγχονται πιο εύκολα. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Σταθερά κράτη και με μακρά εμπειρία γνωρίζουν καλά ότι ισχυρές και ανεξάρτητες οικονομικά κοινότητες θα ενίσχυαν ακόμα περισσότερο τη συνοχή και την ασφάλεια των χωρών στις οποίες ανήκουν.    
 
    9- Κρίνεται ότι υπάρχει πολύ μίσος στην αλβανική κοινωνία; Τι θα μπορούσε να κάνει η Εκκλησία για να επουλώσει αυτή την πληγή;
 
    Δυστυχώς, το μίσος, το οποίο, όπως λέγει κάποιος άγιος, στρέφεται εναντίον του ανθρώπου, υπάρχει διάχυτο στην κοινωνία μας. Οι σκληρές φραστικές αντιπαραθέσεις, οι διαπληκτισμοί, οι συμπλοκές με ή χωρίς αιτία ανάμεσα σε άτομα ή αμάδες, οι ύβρεις, οι δολοφονίες ακόμα και μέσα στην οικογένεια τις βλέπει κανείς παντού, χωρίς να είναι ανάγκη να παρακολουθεί τα δελτία ειδήσεων. Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, όπου τα αδέλφια συμπεριφέρονται μεταξύ τους σαν εχθροί, η καρδιά μας πονάει πραγματικά.  Ο τόπος μας έχει ανάγκη από ενότητα και αρμονία και το μίσος και η διχόνοια δεν οικοδομούν. Εγώ δεν γνωρίζω να υπήρξε ποτέ κοινωνία, έθνος ή κράτος που να οικοδόμησε πάνω στο μίσος και τη διχόνοια και να γνώρισε ευημερία, ειρήνη και μακροβιότητα.

    Στο επίκεντρο του κηρυκτικού έργου της Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε η αγάπη και ο σεβασμός για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, διαδίδοντας παντού πνεύμα συμφιλίωσης και συγχώρεσης. Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ανάπτυξη και την ανασύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία όλα αυτά τα χρόνια, είναι μάρτυρες τούτου. Ωστόσο έχουμε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Έχουμε ένα αρκετά περιορισμένο χώρο στα ΜΜΕ για τα μηνύματα και την αδιάκοπη διακονία μας υπέρ ης ειρήνης και της αγάπης, περιορίζοντας έτσι τη διάδοση τους. Ακόμη κι όταν υπάρχουν ειδήσεις για την Εκκλησία, ή στρέφονται εναντίον της ή αναφέρονται σε θέματα που δεν αφορούν στην ουσία της διακονίας και της αποστολής της.  
 
    10- Να σας θέσω και ένα προσωπικό ερώτημα. Έχετε σπουδάσει στις ΗΠΑ και έχω ακούσει ότι η Αλβανική Εκκλησία στην Αμερική προσπάθησε να σας κρατήσει εκεί. Γιατί δεν μείνατε, αλλά επιστρέψατε στην Αλβανία;  
 
    Σπούδασα θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού (Holy Cross Orthodox School of Theology) στη Βοστόνη, όπου και πήρα πτυχίο Master στις θεολογικές σπουδές. Μετά την αποφοίτησή μου η Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική επιθυμούσε και προσπάθησε να με πείσει να μείνω και να υπηρετήσω εκεί, εφ’ όσον ήμουν και μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ. Αναμφίβολα, συγκριτικά με την τότε Αλβανία, η διακονία και η διαβίωση στις ΗΠΑ  είχε περισσότερες ανέσεις από κάθε άποψη, αλλά σκοπός της διακονίας στην Εκκλησία δεν είναι αυτό. Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι ένας περισσότερος ή ένας λιγότερος κληρικός στην Αμερική δεν θα άλλαζε κάτι, ενώ η Εκκλησία στην Αλβανία είχε τεράστιες ανάγκες. Στη ζωή υπάρχουν στιγμές που πρέπει να   διαλέγεις και να αποφασίζεις τι θα κάνεις. Πολλοί συμμαθητές μου αποφάσισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως ιεραπόστολοι στην Αφρική, Λατινική Αμερική και αλλού, ενώ η απόφασή μου να επιστρέψω στην πατρίδα για να υπηρετήσω δεν μπορεί να αποκαλεστεί “ιεραποστολή”. Μετά από τόσα χρόνια, πιστεύω ότι η επιλογή που έκανα ήταν η καλύτερη. Σήμερα θεωρώ ότι είναι τιμή και προνόμιο για μένα που συμμετείχα στην ανασύσταση της Εκκλησίας στην Αλβανία με την ταπεινή μου συμβολή.